ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Άννα Καραμάνου
(στο πλαίσιο του ΠΜΣ, «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές», του Πανεπιστημίου Αθηνών, 7.2.2005)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Είναι γεγονός ότι η ΕΕ βρίσκεται σε αναζήτηση πολιτικής ταυτότητας. Όλο και περισσότερο ενισχύεται η πεποίθηση ότι η Ένωση των 25 θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε πολιτική ένωση, προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωσή της αλλά και το ρόλο της στο διεθνές παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η πολιτική μετεξέλιξη της ΕΕ κρίνεται ως αναγκαία συμπλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η λειτουργία του ενιαίου νομίσματος και της νομισματικής ένωσης, να κλείσει το χάσμα μεταξύ οικονομίας και πολιτικής και να ενισχυθεί, τόσο η αποτελεσματικότητα, όσο και η δημοκρατία στην ΕΕ. Να σταματήσει, δηλαδή, ο διχασμός της ΕΕ σε οικονομικό γίγαντα και πολιτικό νάνο.
Η οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής Ένωσης και υπέρβασης της διαίρεσης της Ευρώπης, ξεκίνησε κατά τα τελευταία χρόνια, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, με κορυφαία στιγμή την ένταξη στην ΕΕ των δέκα νέων κρατών μελών, την 1 Μαΐου 2004. Στο δημόσιο διάλογο για το Μέλλον της Ευρώπης, που άνοιξε ατύπως τον Μάϊο του 2000 ο Joska Fischer, διατυπώνονται πολλές και ποικίλες απόψεις, μεταξύ αυτών κι εκείνη που υποστηρίζει, ότι είναι δυνατόν να συνεχιστεί η διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης χωρίς παράλληλη διαδικασία πολιτικής ολοκλήρωσης. Αυτή η θέση ασφαλώς είναι θεμελιωμένη στο από μακρού θεμελιωμένο τεχνοκρατικό δόγμα, που υποστηρίζει ότι, όσο η οικονομική συνεργασία μεταξύ των κρατών είναι επωφελής για όλους, θα έχει την υποστήριξη του κοινού. Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης είναι ανέφικτη, αν όχι εντελώς αδύνατη, λόγω της πολιτισμικής ετερογένειας, αφού κάθε προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης απαιτεί μια ανεπιθύμητη πολιτισμική ομογενοποίηση. Αυτή η άποψη επιχειρηματολογεί ότι η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης και της σταθερότητας επιτυγχάνονται καλύτερα όταν το «έθνος» και ο «δήμος» συμπίπτουν.
Κόντρα σε αυτές τις θέσεις θα προσπαθήσω να αποδείξω ότι η οικονομική ολοκλήρωση και η αυξημένη πολιτισμική ποικιλομορφία έχουν ήδη στήσει το σκηνικό για την ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση και ότι ήδη έχει ξεκινήσει, αν και με δυσκολίες, αργά αλλά σταθερά, η διαδικασία για το πέρασμα από την πολιτική στις πολιτικές και από τη διπλωματία στη δημοκρατία. Η πρόσφατη υιοθέτηση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος από τις κυβερνήσεις των 25 χωρών μελών της ΕΕ το πιστοποιεί με τον πιο έγκυρο τρόπο.
Η ΜΕΤΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΕ
Όπως είναι γνωστό, η ανάπτυξη και εξέλιξη της ΕΕ στηρίχθηκε στη μέθοδο Monnet, που είναι περισσότερο γνωστή ως νεολειτουργισμός. Η μέθοδος αυτή προέβλεπε ουσιαστικά τη σταδιακή προώθηση της ενοποιητικής διαδικασίας σε τομείς λιγότερο ευαίσθητους από πλευράς εθνικής κυριαρχίας, κυρίως σε τομείς της οικονομίας, με την πεποίθηση ότι έτσι θα δημιουργηθεί η δυναμική και η ενοποιητική λογική για την διεύρυνση του περιεχομένου της ενοποίησης και την διάχυση (spill over) της ενοποίησης σε άλλους τομείς.
Αναπόφευκτα η μέθοδος Monnet υποβάθμισε τη διάσταση της πολιτικής και ανέδειξε τη σημασία της οικονομίας στην ενοποιητική λογική, με αποτέλεσμα όπως παρατηρεί ο Siedentop, να επικρατήσει μια οικονομίστικη προσέγγιση στη προώθηση της ενοποίησης. Η εναλλακτική μέθοδος που είχε ως κύριο υπέρμαχο τον Altiero Spinelli, η πολιτική δηλαδή μέθοδος της άμεσης εγκαθίδρυσης ευρωπαϊκής ομοσπονδίας με την επεξεργασία συντάγματος, δεν έγινε αποδεκτή από τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Ωστόσο, η σταδιακή προσέγγιση Monnet οδήγησε τελικά, με διαδοχικά βήματα στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987, στη Συνθήκη της ΕΕ το 1993, στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999, στη συνθήκης ης Νίκαιας το 2000 και στο Σύνταγμα (ή στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη όπως επιμένουν μερικοί) το 2004, δηλαδή, στη συγκρότηση της Ένωσης με έντονα και διακριτά ομοσπονδιακά στοιχεία.
Ισχυρή πίεση προς την κατεύθυνση της πολιτικής μετεξέλιξης ασκεί και η ευρωπαϊκή κοινωνία λόγω της κλονισμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης των θεσμών της Ένωσης. Η πολιτική εμβάθυνση της ενοποίησης εμφανίζεται ως διαδικασία δημοκρατοποίησης της Ένωσης, ως διαδικασία , δηλαδή, που απαντά στο πρόβλημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ένωσης. Από ακόμα ευρύτερη οπτική, η πολιτική μετεξέλιξη της Ένωσης απαντά και στο αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή της ευρωπαϊκής κοινωνίας στη διαδικασία ολοκλήρωσης. Στο πλαίσιο αυτό έχουν διατυπωθεί πολλές προτάσεις ως προς την μορφή και το περιεχόμενο της πολιτικής ολοκλήρωσης, οι γνωστότερες των οποίων είναι: του J. Fischer περί Ομοσπονδίας, του J. Chirac περί Πολιτικής Ένωσης Εθνικών Κρατών, του J. Delors περί Ομοσπονδίας Εθνικών Κρατών, του V.G.d’ Estaing και του H. Schmidt περί Ομοσπονδίας κλασσικού τύπου (ΗΠΑ), του Vedrine περί Διακυβερνητικής Ομοσπονδίας και του Romano Prodi περί Υπερεθνικής Ομοσπονδίας. Διαλέγετε και παίρνετε… Ωστόσο, όπως εύστοχα παρατηρούν οι κονστρουκτιβιστές συγγραφείς Glaser & Strauss «η ύπαρξη πολλών θεωριών δεν είναι κάτι κακό. Περισσότερες θεωρίες οδηγούν σε καλύτερες εξηγήσεις».
ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ
Ως κλασσικές θεωρίες ενοποίησης θεωρούνται ο ομοσπονδισμός και ο νεολειτουργισμός, που χρησιμοποιούν άμεσες πολιτικές μεταβλητές και ο πλουραλισμός και λειτουργισμός που χρησιμοποιούν έμμεσες κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές. Από τις τέσσερις θεωρητικές σχολές, οι οποίες αναπτύχθηκαν γύρω από το φαινόμενο της ενοποίησης , η μια ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη διατήρηση του εθνικού κράτους (πλουραλισμός), ενώ οι άλλες δύο ενδιαφέρονται κυρίως για την υπέρβασή του (ομοσπονδισμός-νεολειτουργισμός). Ο λειτουργισμός βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατηγορία , καθώς ορισμένοι από τους λειτουργιστές ενδιαφέρονται για την υπέρβαση του εθνικού κράτους, όπως λ.χ. ο Mitrany, άλλοι όμως ενδιαφέρονται για το αντίθετο, δηλαδή, τη διατήρησή του. Γενικότερα ο Mitrany φαίνεται να προτιμά τη «λειτουργική δημοκρατία», τη διακυβέρνηση από επιτροπές διαχείρισης αποτελούμενες από εξειδικευμένους τεχνοκράτες. Στο δίλημμα για τη λειτουργία των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών πολιτικών συστημάτων, μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας, ο Mitrany τάσσεται σαφώς υπέρ της δεύτερης επιλογής. Γι αυτό άλλωστε προτιμά τη σύσταση λειτουργικά εξειδικευμένων νομοθετικών σωμάτων κατά χώρο πολιτικής, τα οποία θεωρούσε ως εγγύηση για τη δημιουργία αποτελεσματικών δομών πολιτικής. Σε άλλο του έργο ισχυρίζεται ότι «κανείς δεν πρέπει να μοιράζεται την εξουσία, εφόσον δεν μοιράζεται την ευθύνη». Είναι γεγονός ότι οι απόψεις του Mitrany έχουν ασκήσει μεγάλη επιρροή στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, ενισχύοντας τη διαχειριστική όψη και αποστερώντας την Ευρωπαϊκή ενοποίηση από το απαραίτητο οξυγόνο της πολιτικής.
Η ΕΕ έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα για αδράνεια. Ωστόσο, στις αρχές του νέου αιώνα το ευρώ αντικατέστησε δώδεκα εθνικά νομίσματα και δέκα επιπλέον χώρες προστέθηκαν στα μέλη της. Μπορεί, πράγματι να υπάρχουν καθυστερήσεις, ελλείμματα και ανεπάρκειες, αλλά τα πράγματα δεν πάνε και τόσο άσχημα. Η ΟΝΕ, η Διεύρυνση και το Σύνταγμα αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της νέας ΕΕ. Ίσως τελικά επιταχύνουν τις διαδικασίες σύγκλισης των διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων και οδηγήσουν στην οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη ως τώρα.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΎ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΟΣ
Το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα αποτελεί το μεγαλύτερο σταθμό στη πορεία για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τη δημιουργία ενός γνήσιου ευρωπαϊκού πολιτικού χώρου δημοκρατίας, ελευθερίας, δικαιοσύνης και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το τελικό κείμενο, παρά τις αδυναμίες του, αποτελεί σημαντική πρόοδο, αν συγκριθεί με τη Συνθήκη της Νίκαιας. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε το μέλος της Συνέλευσης Johannes Voggenhuber, την επομένη της υιοθέτησης του Συντάγματος από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (17.6.2004) ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε συνιστά, ταυτόχρονα, μια ηχηρή ήττα και μια σιωπηλή επανάσταση.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, η Ένωση βασίζεται σε αξίες, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, το κράτος δικαίου, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Αυτές οι αξίες αποτελούν τη βάση και την προϋπόθεση ύπαρξης της ΕΕ, είναι κοινές για τα κράτη μέλη, σε μια κοινωνία πολυφωνίας, ανοχής, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και απαγόρευσης των διακρίσεων. Το γεγονός ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ισότητα συμπεριλαμβάνονται στις αξίες της Ένωσης είναι πολύ σημαντικό, διότι αφενός δημιουργείται μια ισχυρή νομική βάση για την ουσιαστική προστασία τους, αφετέρου τίθενται οι βάσεις για μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ολοκλήρωση.
Οι θεωρητικοί της ενοποίησης υποστηρίζουν ότι ο διάλογος για τις αξίες είναι πολύ σημαντικός στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και δεν αφορά μόνο τη διανόηση, αλλά ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης που πρέπει να βρουν κοινούς τόπους. Παρά το γεγονός ότι έχουν υπάρξει ανταλλαγές απόψεων μεταξύ των διανοουμένων και των πολιτικών ελίτ για την ανάγκη δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής υπερεθνικής κοινότητας, από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το ευρύ κοινό έχει μείνει έξω από αυτό το διάλογο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει αποδοχή και ταύτιση με ένα σκληρό πυρήνα κοινών ευρωπαϊκών αξιών.
Ο Etzioni υποστηρίζει ότι η ημι-υπερεθνικότητα της ΕΕ, ιδιαίτερα όταν η υψηλή οικονομική ενοποίηση συνδυάζεται με χαμηλή πολιτική ενοποίηση, δεν μπορεί να είναι βιώσιμη, γιατί οι αγορές δεν είναι αυτοτελή συστήματα με τις δικές τους διακριτές δυναμικές, αλλά είναι στενά συνδεδεμένες με την πολιτική και την κοινωνία της οποίας αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα. Οι αγορές δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς πολιτικούς θεσμούς και χωρίς κοινωνικές αξίες. Στις ελεύθερες κοινωνίες οι σημαντικές αποφάσεις για την οικονομική πολιτική λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το σύστημα αξιών και τις συναινέσεις που δημιουργούνται, διαφορετικά αυξάνεται το αίσθημα αποξένωσης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα της Ένωσης(Amitai Etzioni, 2001, “Political Uninification-revisited”)
Η επικύρωση του Συντάγματος, είτε μέσω των κοινοβουλίων είτε μέσω δημοψηφισμάτων, αποτελεί τη μεγαλύτερη πολιτική υποχρέωση και πρόκληση για τα κράτη μέλη κατά τους επόμενους μήνες, μέχρι την 1η Νοεμβρίου 2006, οπότε θα τεθεί σε ισχύ. Η Ευρωπαϊκή πολιτεία είναι ακόμη υπό διαμόρφωση. Η οικοδόμηση ενός κοινού μέλλοντος και μιας κοινής ταυτότητας απαιτεί, πέραν της επικύρωσης του Συντάγματος, συνέχιση και βελτίωση της ενοποιητικής διαδικασίας που για περισσότερο από μισό αιώνα έχει διασφαλίσει στους λαούς της Ευρώπης μια περίοδο ειρήνης, συνεργασίας, ανάπτυξης, ευημερίας και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων..
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Όσο θα ενισχύεται ο πολιτικός χαρακτήρας της ΕΕ, τόσο πιο σαφείς θα γίνονται οι εναλλακτικές λύσεις και πολιτικές. Είναι καιρός πια να προχωρήσουμε οικοδομώντας μια πιο ώριμη και πολιτική Ευρώπη. Στο βαθμό που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα παραμένουν αδύναμοι, θα περιορίζονται στη διαχείριση, ή στη καλύτερη περίπτωση, στη ρύθμιση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Δεν θα μπορούν όμως να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τις επιμέρους πολιτικές: το κοινό νόμισμα, την οικονομική και περιφερειακή πολιτική, το περιβάλλον, την εξωτερική πολιτική, τη κοινωνική πολιτική, την ΚΑΠ, τη παιδεία, τη μεταναστευτική πολιτική, ούτε βεβαίως τον ρόλο που επιβάλλουν οι ευαίσθητες ισορροπίες στον εγγύτερο αλλά και στον ευρύτερο περίγυρο της ΕΕ. Για παράδειγμα χρειάζεται να απαντηθούν ερωτήματα του τύπου: η απόφαση για το βέλτιστο επίπεδο φορολόγησης και ρύθμισης στην οικονομία ανήκει στους ψηφοφόρους ή στην αγορά;
Γι αυτό το πέρασμα από τις πολιτικές και τις διπλωματικές σχέσεις των κρατών μελών της ΕΕ προς την πολιτική ολοκλήρωση θα πρέπει να επιταχυνθεί και να εμπλουτισθεί ως όρος εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση και ενίσχυση της Ευρώπης της ειρήνης, της ανάπτυξης και της ευημερίας. Χρειάζονται επίσης γενναίες πολιτικές αποφάσεις στις επικείμενες συζητήσεις για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών προοπτικών (δεί δη χρημάτων ..) και το νέο αναπτυξιακό πρόγραμμα 2007-2013, τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας, την αναζωογόνηση της Στρατηγικής της Λισσαβόνας. Όλες αυτές οι αποφάσεις θα είναι αποφάσεις πολιτικές που θα κρίνουν την προοπτική της πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ. Ίδωμεν.