Συνέντευξη στην εφημερίδα ΓΝΩΜΗ της Αλεξανδρούπολης με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της Η Ευρώπη και τα Δικαιώματα των Γυναικών- Ο Εξευρωπαϊσμός σε Ελλάδα και Τουρκία
Συνέντευξη Άννας Καραμάνου στην εφημερίδα ΓΝΩΜΗ της Αλεξανδρούπολης, Μάρτιος 2018, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της Η Ευρώπη και τα Δικαιώματα των Γυναικών- Ο Εξευρωπαϊσμός σε Ελλάδα και Τουρκία. Εκδ. Παπαζήση
–Τι περιλαμβάνει το βιβλίο σας και ποια η στόχευσή του;
Το βιβλίο περιλαμβάνει την ιστορία των φεμινιστικών αγώνων κατά τα τελευταία 200 χρόνια, στην Ελλάδα και την Τουρκία, υπό το φως του πρώιμου ευρωπαϊκού προσανατολισμού των δύο χωρών και της διεκδίκησης της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ταξίδι στα ιστορικά γεγονότα που ξεκινούν τον 19ο αιώνα με την επανάσταση του 1821, την παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την έναρξη των φεμινιστικών αγώνων για δικαιώματα και ισότητα των φύλων, μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Στόχος του βιβλίου είναι, μέσα από τον διάλογο του παρόντος με το παρελθόν, να αναδείξει, να αναλύσει και να συγκρίνει την επίδραση του ευρωπαϊκού συστήματος και των ευρωπαϊκών αξιών σε δύο χώρες της περιφέρειας που δεν συμμετείχαν στην Αναγέννηση και στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Σκοπός μου είναι, μέσω των αγώνων των γυναικών και των ιστορικών γεγονότων που εμπλέκονται με την επίδραση της Ευρώπης, να συμβάλω στη βαθύτερη κατανόηση των συνθηκών και των κοινών στοιχείων που διαμόρφωσαν την πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική και οικονομική πραγματικότητα των δύο χωρών. Η συγκριτική ανάλυσή μου κατέδειξε, ότι πέραν της γεωγραφικής εγγύτητας υπάρχει πολιτισμική συγγένεια Ελλάδας-Τουρκίας, η οποία, μεταξύ των άλλων, πιστοποιείται και από τη δημοφιλία των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών στην Ελλάδα!
– Στο βιβλίο σας κάνετεσύγκριση της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης της Ελληνίδας με τη γυναίκα στην Τουρκία. Πόσο δύσκολο είναι να είσαι γυναίκα στην Τουρκία του Ερντογάν;
Η σύγκριση αφορά την κοινωνική θέση των γυναικών σε δύο χώρες, με διαφορετικές ιστορικές διαδρομές, αλλά και σχέσεις κατακτητή και κατακτημένου. Οι διαφορές είναι μεγάλες, ωστόσο, υπάρχουν ομοιότητες σε πολλούς τομείς: καθυστερημένες οικονομικές και κοινωνικές δομές, πελατειακό πολιτικό σύστημα, διακρίσεις και βία κατά των γυναικών, έντονη θρησκευτικότητα, αδυναμία εμπέδωσης μιας σύγχρονης, ώριμης δημοκρατίας και κράτους δικαίου. Ως εκ τούτου, οι γυναίκες και στις δύο χώρες αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στην πλήρη άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων τους, υποτίμηση του φύλου τους και παγιωμένες πεποιθήσεις που έχουν ως αποτέλεσμα διακρίσεις και ανισότητες εις βάρος των γυναικών. Στην Τουρκία, η θέση των γυναικών είναι ιδιαίτερα δύσκολη, υπό τον Ερντογάν, ο οποίος, με όχημα το Ισλάμ, διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι δεν πιστεύει στην ισότητα των φύλων και, ταυτόχρονα, προωθεί την «πολιτική των τριών παιδιών», με βασική επιδίωξη την επιστροφή των γυναικών στο σπίτι και στους παραδοσιακούς ρόλους. Ωστόσο, έχει αναπτυχθεί και στην Τουρκία ένα ισχυρό φιλοευρωπαϊκό φεμινιστικό κίνημα που ασκεί πίεση, έχοντας την υποστήριξη της ΕΕ και ιδιαίτερα της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία με ψήφισμά της έχει διακηρύξει ότι «Χωρίς ισότητα των φύλων η Τουρκία δεν μπαίνει στην Ευρωβουλή»
Πριν από λίγες ημέρες, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί γιόρτασαν τα 100 χρόνια από το δικαίωμα ψήφου που δόθηκε για πρώτη φορά σε -ορισμένες- γυναίκες στη Βρετανία. Συνεχίζουν οι γυναίκες να βρίσκονται σε θέση μειονεκτική στον χώρο της πολιτικής ζωής;
Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί από τότε, αρχές 20ου αιώνα, που οι σουφραζέττες συλλαμβάνονταν και φυλακίζονταν, οι διακρίσεις, έμμεσες και άμεσες, παραμένουν και επιμένουν. Δεν υπάρχει ισόρροπη κατανομή της εξουσίας και των ευθυνών, μεταξύ ανδρών και γυναικών, ούτε στη δημόσια, ούτε στην ιδιωτική σφαίρα, που θα μετουσίωνε στην πράξη τις αρχές της Δημοκρατίας και της δικαιοσύνης των φύλων. Από άποψη αξιοποίησης των ανθρώπινων πόρων, η σημερινή ανισορροπία των φύλων στην πολιτική ζωή, αποτελεί κατασπατάληση των ικανοτήτων και των γνώσεων του μισού και πλέον πληθυσμού. Η συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική και στα δημόσια αξιώματα δεν ακολουθεί την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε άλλους τομείς. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι γυναίκες αποτελούν το 60% των φοιτητών των ΑΕΙ στην Ελλάδα, ακόμη και στα μεταπτυχιακά προγράμματα. Στη δικαιοσύνη το 45%. Για πρώτη φορά στην ιστορία οι εργαζόμενες γυναίκες εμφανίζονται με μεγαλύτερη μόρφωση από τους άνδρες και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την τέχνη. Η πλειονότητα εκείνων που παρακολουθούν θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες και εκθέσεις είναι γένους θηλυκού.
Οι μέσες αμοιβές των γυναικών στην Ευρώπη υστερούν κατά 16,3% των ανδρών και κατά 16,8% στην ευρωζώνη. Στην Ελλάδα το λεγόμενο pay gap υπολογίζεται στο 15%.Στις καλοπληρωμένες θέσεις ευθύνης είναι ελάχιστες γυναίκες. Ταυτόχρονα οι γυναίκες απασχολούνται, πολύ περισσότερο από τους άνδρες, σε σημαντικές, αλλά μη αμειβόμενες εργασίες, όπως τα οικιακά και η φροντίδα των παιδιών και εξαρτημένων ατόμων. Έχει υπολογιστεί ότι οι άνδρες διαθέτουν, κατά μέσον όρο, 9 ώρες εβδομαδιαίως, για απλήρωτη εργασία, ενώ οι γυναίκες 22, δηλαδή, 4 ώρες καθημερινά. Στην αγορά εργασίας το 1/3 των γυναικών εργάζονται με καθεστώς μερικής απασχόλησης, ενώ μόνο 1 στους 10 άνδρες. Οι διαφορετικές επιλογές στην εκπαίδευση συνήθως οδηγούν σε διαφορετικές επαγγελματικές κατευθύνσεις. Ως γνωστόν, οι επαγγελματικοί κλάδοι όπου κυριαρχούν οι γυναίκες έχουν χαμηλότερες αμοιβές. Στην περίοδο δε της κρίσης τα προβλήματα επιδεινώνονται περαιτέρω.
Σύμφωνα με την τελευταία παγκόσμια κατάταξη του WEF για τους δείκτες ισότητας των φύλων (στοιχεία 2017), η Ελλάδα κατέχει την 78η θέση μεταξύ 144 χωρών. Ωστόσο, χώρες της γειτονιάς μας, που έζησαν κι αυτές επί μακρόν υπό την Οθωμανική κατοχή, παρουσιάζουν μεγαλύτερη πρόοδο στα δικαιώματα των γυναικών: Αλβανία στην 38η θέση, FYROM 67η, Βουλγαρία 18η, Σερβία 40η, Βοσνία Ερζεγοβίνη 66η, Σλοβενία 7η, Κροατία 54η. Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ισότητας κατατάσσει την Ελλάδα τελευταία στη λίστα των χωρών της ΕΕ. Τα στοιχεία αυτά πιστοποιούν την καθυστέρηση της χώρας μας και τη βαθιά πατριαρχική της δομή. Ο δρόμος για την ουσιαστική ισότητα των φύλων παραμένει μακρύς και δύσβατος.
–Σε τι βαθμό διατηρείται η ανδροκρατία στις θέσεις λήψης αποφάσεων;
Η ανδροκρατία είναι παγκόσμιο ιστορικό φαινόμενο. Στην Ελλάδα εμφανίζεται με ιδιαίτερη ένταση. Tο 2015, στο υπουργικό συμβούλιο, υπουργοί και αναπληρώτριες υπουργοί ήταν το 14,3% της Ελληνικής Κυβέρνησης, με μέσο ευρωπαϊκό όρο 26,8%, γυναίκες μέλη του Κοινοβουλίου 23,3% τον Ιανουάριο του 2015 και 18,3% το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους, με μέσο ευρωπαϊκό όρο 27,7%. Τα μέλη των Περιφερειακών Συμβουλίων 19,7% στην Ελλάδα, με μέσο όρο 28% στην Ε.Ε. Περιφερειάρχες μόνο 2 γυναίκες στις 15 περιφέρειες, γυναίκες δήμαρχοι μόνο 15 στους 325. Όσον αφορά τις διοικήσεις μεγάλων επιχειρήσεων και συμμετοχής γυναικών στα διοικητικά συμβούλια, το ποσοστό στην Ελλάδα είναι 9,3%, με 21,7% ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στο Διοικητικό Συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας 2,8%, με 19,4 % ευρωπαϊκό μέσο όρο, στη Διοίκηση Δημόσιων Οργανισμών 18,2% με 32,2% ευρωπαϊκό μέσον όρο. Η ανδροκρατία παραμένει ισχυρή και αμετακίνητη.
– Έχετε δηλώσει ότι η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία είναι ένας αναχρονιστικός θεσμός, πλήρως απών από θέματα δικαιωμάτων των γυναικών και ισότητας των φύλων. Με ποιους τρόπους θα μπορούσε να ανατραπεί αυτή η κατάσταση;
Δυστυχώς, στη χώρα μας δεν έχει εμφανιστεί ακόμη κάποιος αντίστοιχος του Λούθηρου, ο οποίος πριν από 500 χρόνια είχε το σθένος να αμφισβητήσει την επ’ αμοιβή άφεση των αμαρτιών, την παντοδυναμία και το αλάθητο του Πάπα. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, και γενικότερα η Ορθοδοξία, παραμένει μονολιθική και προσκολλημένη σε παραδόσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τη σύγχρονη κοινωνική εξέλιξη, παρασύροντας στον αναχρονισμό και τις χώρες όπου κυριαρχούν. Δείτε Βαλκάνια και Ανατολική Ευρώπη. Η Εκκλησία ουδέποτε υποστήριξε την ισότητα των φύλων, προφανώς γιατί δεν θεωρεί τις γυναίκες πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Είναι ο μοναδικός θεσμός που αποκλείει τις γυναίκες από όλα τα αξιώματα, κατώτερα και ανώτερα. Οι γυναίκες, ωστόσο, μπορούν να σπουδάζουν στις θεολογικές σχολές, αλλά αποκλείονται από την ιεροσύνη και την πρόσβαση στον Άθω, κατά παράβαση του Συντάγματος και όλων των διεθνών συνθηκών περί έμφυλης ισότητας. Στο βιβλίο μου γράφω ότι υπάρχει αιτιακή σχέση ανάμεσα στη μονολιθικότητα της Εκκλησίας, την αντιδημοκρατική της διάρθρωση, τη διαπλοκή της με την κρατική εξουσία και τις διακρίσεις κατά των γυναικών. Η αντιμετώπιση των γυναικών ως πολιτών με περιορισμένα δικαιώματα, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις αξίες της δημοκρατίας και του πολιτικού φιλελευθερισμού, αλλά και με την ουσία της Χριστιανικής διδασκαλίας που βασίζεται στην ισότητα όλων των ανθρώπων (ουκ ένι άρσεν και θήλυ).
Η ανατροπή αυτής της κατάστασης προϋποθέτει την κινητοποίηση των ίδιων των γυναικών, αλλά και πολιτική βούληση, η οποία απουσιάζει. Στις χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ, έχει αναπτυχθεί, εδώ και χρόνια, κίνημα φεμινιστικής θεολογίας, που έδωσε σκληρές μάχες για την κατάκτηση της ιεροσύνης των γυναικών και την ανάδειξή τους στα ύπατα αρχιερατικά αξιώματα. Στη χώρα μας, κάποιες προοδευτικές φωνές, γυναικών και ανδρών, πνίγονται μέσα στον ωκεανό της συντήρησης και του αναχρονισμού.
– Θα επιθυμούσατε να σχολιάσετε το παγκόσμιο κίνημα #metoo και τα όσα έχουν βγει στο φως δημοσιότητας από επώνυμους για το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης;
Επικροτώ και συνυπογράφω! Το κίνημα αυτό ανοίγει το δρόμο για την ουσιαστική ενίσχυση της αυτοπεποίθησης, της αξιοπρέπειας και της αυτοεκτίμησης των γυναικών, όπου γης, ώστε να καταγγέλουν κάθε κατάχρηση εξουσίας και βίας εις βάρος τους, μέχρι την πλήρη εξάλειψή τους.
–Σας ικανοποιούν τα προγράμματα των Ελληνικών κομμάτων σχετικά με την ισότητα των δύο φύλλων και την αντιμετώπιση των γυναικών στο εσωτερικό τους;
Η ισότητα των φύλων και η ουσιαστική αξιοποίηση των ικανοτήτων των γυναικών συνθλίβεται μέσα στον σκληρό ανταγωνισμό, για την κατάληψη θέσεων εξουσίας. Το θέμα δεν είναι στις προτεραιότητες κανενός κόμματος. Δεν υπάρχουν προγράμματα που θα προωθούσαν μια αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή της χώρας. Οι γυναικείες οργανώσεις δεν χρηματοδοτούνται. Η ποσόστωση που υιοθετήθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκε για να ταπεινώσει και να αποθαρρύνει τις γυναίκες.
Τα κόμματα και πολύ περισσότερο τα εργατικά σωματεία συντηρούν και αναπαράγουν τη διαίρεση της εργασίας κατά φύλα, την ιεράρχηση με βάση το φύλο, την ανδρική πρωτοκαθεδρία και τον αποκλεισμό των γυναικών από τις δομές εξουσίας. Το αίτημα για ισόρροπη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων αντιμετωπίζεται σαν παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, με το συνδικαλιστικό κίνημα να παραμένει ο πιο εχθρικός χώρος απέναντι στις διεκδικήσεις των γυναικών.
Στην Ελλάδα το καλύτερο παράδειγμα ισότητας των φύλων και αξιοποίησης του γυναικείου δυναμικού αποτελεί ο Δήμος της Αθήνας, υπό την δημαρχία του Γιώργου Καμίνη. Οι 10 θέσεις των αντιδημάρχων μοιράστηκαν δίκαια μεταξύ ανδρών/γυναικών, πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου είναι γυναίκα, ενώ οι γυναίκες πλειοψηφούν στα συμβούλια των τοπικών διαμερισμάτων του δήμου.
Θα ήθελα να τονίσω, πως ό,τι έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην ευεργετική επίδραση της ΕΕ και στη δράση των φεμινιστικών οργανώσεων. Αυτές οι οργανώσεις, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, είναι οι μόνες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, που με σημαία τις ευρωπαϊκές αξίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, αμφισβητούν δυναμικά τις πατριαρχικές δομές, τις μονολιθικές παραδόσεις και τις σχέσεις εξουσίας των φύλων.
–Εν όψει της Παγκόσμιας Ημέρας της Γυναίκα που εορτάζετε τις επόμενες ημέρεςποιο είναι το μήνυμα που θα επιθυμούσατε να στείλετε;
Θα ήθελα να απευθυνθώ κυρίως στις νέες γυναίκες και να τις καλέσω, με βάση τις καταπληκτικές επιδόσεις τους στην εκπαίδευση και σε όλα τα αξιοκρατικά συστήματα, να αξιοποιήσουν περαιτέρω τη νομοθεσία και το ιδανικό πλαίσιο που παρέχει η ευρωπαϊκή πολιτική, για να γίνει πράξη και βίωμα το ευρωπαϊκό ιδεώδες της ισότητας και της δικαιοσύνης των φύλων. Ταυτόχρονα, να μεταθέσουν την εστίαση από τις αδυναμίες και τα προβλήματα των γυναικών, στη δύναμη που διαθέτουν, για να ηγηθούν του πολιτικού αγώνα για τη δημιουργία ενός καλύτερου, φιλειρηνικότερου και δικαιότερου παγκοσμιοποιημένου κόσμου. «Να επιτύχουμε εκεί όπου απέτυχαν οι άνδρες!», όπως έλεγε 100 χρόνια πριν η πρωτοπόρα φεμινίστρια Καλιρρόη Παρρέν.
–Είναι γνωστή η βράβευσή σας με το βραβείο Αμπντί Ιπεκτσί. Πώς βλέπετε την ένταση που υπάρχει τελευταία ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα;
Το γεγονός ότι περί τις 4.000 Τούρκοι πολίτες έχουν υποβάλει στην Ελλάδα αίτημα πολιτικού ασύλου, καταδεικνύει τη διολίσθηση της Τουρκίας του Ερντογάν σε αυταρχικό κράτος, που συμπεριφέρεται επικίνδυνα και ανορθολογικά και στην εξωτερική του πολιτική. Μετά την κατάρρευση του δόγματος του Νταβούτογλου για «μηδενικά προβλήματα» με τις γειτονικές χώρες, ο μεγαλοϊδεατισμός και η αρχομανία του Ερντογάν ξετιλύχτηκαν σε όλο τους το μεγαλείο, δημιουργώντας εντάσεις σε όλο τον περίγυρο και ασφαλώς και στην Ελλάδα. Τα προβλήματα που είχαν αναδυθεί και στο παρελθόν και τα οποία, αφελώς, νομίζαμε ότι έχουν μπει στο χρονοντούλαπο, στην πραγματικότητα παραμένουν ανεπίλυτα και επιδεινώνονται, όχι μόνο με υπαιτιότητα της Τουρκίας. Η Ελληνική αναβλητικότητα και η συνεχής μετάθεση της διευθέτησης στο μέλλον φέρει μερίδιο ευθύνης για την ένταση που έχει δημιουργηθεί (τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο από παλιά, υφαλοκρηπίδα, Ίμια, ΠΓΔΜ, Κυπριακό). Όλα περιμένουν τη λύση τους σε ευθετότερο χρόνο, που αποδεικνύεται χειρότερος. Επιπλέον, υπάρχει αδυναμία, ή ανικανότητα της Ελλάδας να αξιοποιήσει το ευρωπαϊκό πλαίσιο και να ζητήσει την ενεργοποίηση της ρήτρας αμοιβαίας συνδρομής, που παρέχει το άρθρο 42,7 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αντί, λοιπόν, της σοβαρής αντιμετώπισης των προβλημάτων, με στόχο την ταχύτερη δυνατή επίλυσή τους, μέσω έντιμων συμβιβασμών (μόνο έτσι λύνονται παντού τα προβλήματα), καταφεύγουμε σε ανόητες κραυγές και απειλές, με τον υπουργό άμυνας να περιφέρεται με στολή παραλλαγής και να προκαλεί το σύμπαν με τις εθνικιστικές του κορώνες.
Προσωπικά, ακόμη και στους τωρινούς δύσκολους καιρούς, παραμένω οπαδός του διαλόγου, της καλής γειτονίας και της ειρηνικής επίλυσης των όποιων διαφορών, πιστή στο πνεύμα του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας, Βενιζέλου – Ατατούρκ, της 30ής Οκτωβρίου 1930. Ναι στον πατριωτισμό, όχι στον εθνικισμό!