Πιλοτική λειτουργία

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ: ΕΝΑ ΜΕΙΓΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ.

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ: ΕΝΑ ΜΕΙΓΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ.

Η ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ ΣΤΗ ΝΕΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ

Άννα Καραμάνου

(σημειώσεις, στο πλαίσιο του ΠΜΣ του Πολιτικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών)

Ιανουάριος 2005

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στα περισσότερα από 50 χρόνια ζωής και λειτουργίας της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή περιφερειακή ολοκλήρωση έχει εξελιχθεί σε ένα περίπλοκο σύστημα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του σύγχρονου κόσμου. Όπως γράφει ο Δημ. Χρυσοχόου, σε κανένα άλλο σύστημα δεν έχουν αποδοθεί τόσοι πολλοί και διαφορετικοί νεολογισμοί: proto-federation, confederation, concordance system, quasi-state, mixed polity, Staatenverbund, consortio, condominio, regulatory state, market polity, managed Gesellschaft, multilevel republic, confederal consociation, mixed commonwealth κλπ.

Ωστόσο όλοι αυτοί οι νεολογισμοί συλλαμβάνουν ένα μέρος μόνο μιας πολύ μεγαλύτερης πολυπλοκότητας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μια αξιόπιστη θεωρία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για το μέλλον του περιφερειακού συστήματος να βρίσκεται ακόμη υπό έρευνα. Ταυτόχρονα όμως η μελέτη της ΕΕ αποτελεί μια συναρπαστική άσκηση για την εξέλιξη της θεωρίας, για τη δημιουργία νέας θεωρίας και προσφάτως της μεταθεωρίας (Χρυσοχόου, 2000). Χωρίς αμφιβολία η ΕΕ συνιστά ένα πολύπλοκο sui generis πολιτικό σύστημα. Γι αυτό έχει δίκιο ο Kuhn, όταν ισχυρίζεται, ότι εφόσον δεν υπάρχει θεωρητικό μοντέλο, όλα τα ενδεχόμενα είναι πιθανά. Με άλλα λόγια η ψηλάφηση του ελέφαντα όπως παρουσιάστηκε από τον Puchala πριν από 30 περίπου χρόνια παραμένει πολύ δύσκολη υπόθεση για τους θεωρητικούς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης.

Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης της ΕΕ τα διακυβερνητικά και τα υπερεθνικά στοιχεία εμπλέκονται σε μια πολυμορφική δομή η οποία διατηρείται και στη νέα Συνταγματική Συνθήκη.

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η διακυβερνητική προσέγγιση έχει ως κύριους εκφραστές τη Γαλλία και τη Βρετανία και υποστηρικτές τις Σκανδιναβικές χώρες – μέλη (Σουηδία, Δανία). Η τάση αυτή επιχειρηματολογεί υπέρ της ενίσχυσης των διακρατικών θεσμών – δηλαδή των θεσμών στους οποίους συμμετέχουν τα κράτη – μέλη. Στο κεντρικό, επομένως, ερώτημα “πώς θα συγκροτηθεί η μελλοντική κυβέρνηση της διευρυμένης Ένωσης”, η απάντηση των κρατών αυτών είναι ότι το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να έχουν την κεντρική θέση σε οποιοδήποτε μελλοντικό σχήμα διακυβέρνησης της Ένωσης.

Πριν από δύο περίπου χρόνια η συμβολή του Μπλέρ και του Αθνάρ στο διάλογο για το Μέλλον της Ευρώπης ήταν μια κοινή δήλωση που προέβαλλε μια στρατηγική για την Ευρώπη εντελώς διαφορετική από αυτή της θεσμικής ανάπτυξης. Οι δύο ηγέτες πρότειναν η ΄Ένωση να περιορίσει τις θεσμικές της μεταρρυθμίσεις και να συγκεντρώσει την προσοχή της στη μεταρρύθμιση της οικονομίας. Η Ισπανία, βέβαια, έχει αλλάξει γραμμή μετά την αλλαγή της κυβέρνησης. Ο νέος πρωθυπουργός της χώρας τάσσεται υπέρ της ομοσπονδιακής προοπτικής της Ένωσης. Υπάρχουν όμως πολλές άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε. που υποστηρίζουν τη γραμμή της Μ. Βρετανίας. Αυτές είναι η Ιρλανδία, η Σουηδία, η Δανία και η Αυστρία. Φυσικά, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε τις χώρες του πρώην Σοβιετικού μπλοκ, οι οποίες τώρα είναι μέλη της Ε.Ε.

Σύμφωνα με την διακυβερνητική άποψη, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν με σκοπό να αυξήσουν την αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων στην Ένωση. Παρόλο που οι «διακυβερνητικοί» δίνουν αρκετή σημασία στο ρόλο της Επιτροπής, πιστεύουν ότι τον τελικό λόγο για τις ζωτικής σημασίας αποφάσεις που αφορούν τα κράτη-μέλη, πρέπει να τις λαμβάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ενώ η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο είναι δευτερευούσης σημασίας. Υποστηρίζουν ότι ο Υπουργός Εξωτερικών της Ε.Ε. θα πρέπει να συνδέεται με το Συμβούλιο και όχι με την Επιτροπή, ενώ το κλειδί για την ευθύνη της λήψης αποφάσεων της Ένωσης βρίσκεται στη σχέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη του Συμβουλίου και τα εθνικά τους κοινοβούλια. Επομένως δίνουν μεγάλη σημασία στο ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων, καθώς και στην εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας. Εν ολίγοις, οι «διακυβερνητικοί» πιστεύουν ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι μια ελεύθερη ζώνη συναλλαγών και οικονομικής συνεργασίας, όπου κυριαρχούν τα εθνικά κράτη και σε καμία περίπτωση δεν μιλάμε για ομοσπονδιακή προοπτική της Ε.Ε.

Γενικώς αυτές οι χώρες – μέλη επιδεικνύουν σαφή αντίθεση σε προτάσεις για την ενίσχυση του ρόλου των υπερεθνικών θεσμών και κυρίως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για την ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα της Ένωσης, οι χώρες αυτές (Βρετανία, Γαλλία) προτείνουν τη δημιουργία δεύτερου νομοθετικού σώματος που θα αποτελείται από εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων.

Η ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Η υπερεθνική προσέγγιση εκφράζεται κυρίως από τη Γερμανία και τις μικρότερες χώρες – μέλη της ΕΕ. Υπάρχουν ορισμένες παραλλαγές στην προσέγγιση αυτή. Η Γερμανία, π.χ., προβάλλει εντονότερα την ιδέα της Ευρωπαϊκής ομοσπονδίας των κρατών – μελών. Οι μικρότερες χώρες – μέλη (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας), καθώς και τα όργανα της Ένωσης (Επιτροπή, Κοινοβούλιο), τονίζουν την ανάγκη διατήρησης του “κοινοτικού προτύπου” και της “κοινοτικής μεθόδου ολοκλήρωσης” ως βάσης για την παραπέρα ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόταση για σεβασμό του “κοινοτικού προτύπου”, πρακτικά, μεταξύ άλλων, συνεπάγεται:

α) Ενίσχυση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ιδιαίτερα του δικαιώματος νομοθετικής πρωτοβουλίας) και ανάδειξής της ως κεντρικού κυβερνητικού σώματος.

β) Βαθμιαία συγχώνευση των τριών πυλώνων της Ένωσης σε έναν ενιαίο κοινοτικό πυλώνα (α΄ πυλώνας).

γ) Απόρριψη ιδεών για θέσπιση δεύτερου νομοθετικού σώματος, που θα συγκροτείται από εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων.

δ) Ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και (από ορισμένες χώρες) μετεξέλιξη του Συμβουλίου σε δεύτερο νομοθετικό σώμα.

ε) Νομιμοποίηση της ΕΕ μέσω εκλογικών διαδικασιών (π.χ. εκλογή Προέδρου Επιτροπής).

Η ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΉ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ ΜΕ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ-ΚΡΑΤΩΝ

Ο πρώτος Ευρωπαίος πολιτικός που μίλησε για την ομοσπονδιοποίηση της Ε.Ε. ήταν ο J. Delors, πρώην Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με τον οποίον, η διολίσθηση της Ένωσης σε μια εμπορική ζώνη ελεύθερων συναλλαγών θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο εάν μία πρωτοπορία (avant-garde) κρατών-μελών προχωρούσε στη «μετατροπή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε Πολιτική Ένωση». Σύμφωνα με τον ίδιο, η πρωτοπορία θα μπορούσε να αποτελείται κατ’αρχήν από τα έξι ιδρυτικά κράτη-μέλη της Κοινότητας, με την πιθανότητα να προστεθούν σε αυτές και άλλες χώρες, οι οποίες θα είναι πρόθυμες και ικανές να συμπράξουν στην Πολιτική Ένωση. Το θεσμικό πρότυπο αυτής της Ένωσης θα έχει το χαρακτήρα «ομοσπονδίας εθνικών κρατών».

Από την άλλη, ο πρόεδρος της Γαλλίας J. Chirac, προτιμά το πρότυπο της «Διακυβερνητικής Ομοσπονδίας» για την Ένωση, όπου κεντρικό ρόλο θα παίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Την ίδια γραμμή με τους παραπάνω ακολουθούν και άλλοι δύο σημαντικοί Γάλλοι πολιτικοί, οι Chirac και Jospin. Ειδικά ο τελευταίος θεωρεί ότι «η Ευρώπη είναι ένα πρωτότυπο πολιτικό μόρφωμα με δύο άρρηκτα στοιχεία: την ομοσπονδιακή ιδέα και την πραγματικότητα των Ευρωπαϊκών εθνών-κρατών». Επομένως υιοθετεί και αυτός την ιδέα του Delors περί «ομοσπονδίας εθνικών κρατών».

Παρόλο που ο Jospin αποχώρησε από την πολιτική σκηνή το 2002, οι ιδέες του φαίνεται ότι έχουν απήχηση στη Γαλλία γενικότερα (Chirac, Villepin, Raffarin). Την ίδια θέση φαίνεται να συμμερίζονται και άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφερθούν οι περιπτώσεις της Φινλανδίας, η οποία υποστηρίζει την ανάγκη ενίσχυσης των θεσμών της Ένωσης, ενώ παράλληλα τονίζει τη σημασία της ισότητας μεταξύ των εθνικών κρατών και της Πορτογαλίας, η οποία ταλαντεύεται κάπου μεταξύ της ομοσπονδιακής και συνομοσπονδιακής ιδέας.

Η γενικότερη λογική αυτής της θέσης είναι η ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής, η μεγαλύτερη και πιο δυναμική εκπροσώπηση της Ένωσης σε διεθνές επίπεδο, η επιβεβαίωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ως κυρίαρχου θεσμού της Ένωσης με μόνιμο Συμβούλιο Υπουργών, η περαιτέρω νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων με ενδεχόμενη προοπτική σύστασης ενός Ευρωπαϊκού Κογκρέσου. Εν ολίγοις, επικρατεί η άποψη ότι σε μια ομοσπονδία εθνικών κρατών, η δημοκρατική νομιμοποίηση θα εξασφαλίζεται μέσω ενός πολύπλοκου συστήματος ελέγχων και ισορροπιών (checks and balances) παρά μέσω μιας απλής ιεραρχικής αλυσίδας.

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Η διχοτόμηση ανάμεσα στα διακυβερνητικά και τα υπερεθνικά χαρακτηριστικά διατηρείται στο Ευρωπαϊκό Σύνταγμα και οφείλεται βεβαίως στις διαφορετικές προσεγγίσεις και συμφέροντα των κρατών μελών. Το σύνταγμα αποτελεί προϊόν συμβιβασμού και εκφράζει την δυναμική της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Ωστόσο, τουλάχιστον δέκα διατάξεις πιστοποιούν τον ομοσπονδιακό και υπερεθνικό χαρακτήρα της ΕΕ. Ειδικότερα:

1. Προικοδότηση της Ένωσης με ενιαία νομική προσωπικότητα. Μέχρι σήμερα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διέθετε νομική προσωπικότητα, αλλά όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Με το Σύνταγμα καταργείται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα καθώς και η διάρθρωση της Ένωσης σε πυλώνες. Η Ένωση καθίσταται ενιαία οντότητα με ενιαία νομική προσωπικότητα. Η εξέλιξη αυτή θα έχει σημαντικές ευεργετικές συνέπειες για τη διεθνή παρουσία και το ρόλο της Ένωσης καθώς η τελευταία θα έχει τη (νομική) δυνατότητα να συνάπτει συμφωνίες σε όλους τους τομείς (οικονομικό και πολιτικό). Θεωρητικά θα έχει τη δυνατότητα να καταστεί ακόμη και μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Συνολικά, η αναγνώριση νομικής προσωπικότητας για την Ένωση ενισχύει το διεθνή ρόλο και την παρουσία της Ένωσης ως ενιαίο οιονεί κρατικό μόρφωμα.

2. Ένταξη Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Σύνταγμα. Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που υιοθετήθηκε το 2000 από την Ένωση αποτέλεσε μια σημαντική ποιοτική εξέλιξη. Παρέμεινε ωστόσο μέχρι σήμερα μια πολιτική διακήρυξη και τίποτε περισσότερο. Με το Σύνταγμα, ο Χάρτης αποκτά νομικά δεσμευτική υπόσταση (ως το δεύτερο μέρος του Συντάγματος). Οι νομικές, πολιτικές και συνταγματικές προεκτάσεις της μετατροπής του Χάρτη από πολιτική διακήρυξη σε (νομικά) δεσμευτικό κείμενο είναι προφανείς για την πολιτική και θεσμική συγκρότηση της Ένωσης, αλλά και για την ενίσχυση της κοινωνικής ταυτότητας της Ένωσης.

3. Ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα της Ένωσης. Το Σύνταγμα συμβάλλει σημαντικά στην ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δέσμη ρυθμίσεων όπως: τη θεσμοποίηση των αρχών της αντιπροσωπευτικής και συμμετοχικής δημοκρατίας, την αναγνώριση της δυνατότητας νομοθετικής πρωτοβουλίας στους Ευρωπαίους πολίτες (τουλάχιστον 1.000.000 πολίτες από σημαντικό αριθμό κρατών μελών μπορούν να ζητήσουν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις), την επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας, την ενδυνάμωση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων, κ.ά. Το Σύνταγμα εμπεδώνει επίσης την αρχή της «επικουρικότητας». Ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε ερμηνείες, η αρχή της επικουρικότητας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της ομοσπονδιακής συγκρότησης πολιτικών συστημάτων (βλέπε λ.χ. Σύνταγμα Γερμανίας, κ.ά. ). Το Σύνταγμα «εμπεδώνει» την αρχή αυτή ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι η Ένωση λειτουργεί στη βάση του «κοινοτικού προτύπου»ολοκλήρωσης.

4. Επέκταση ειδικής πλειοψηφίας. Με το Σύνταγμα επεκτείνεται σημαντικά (αν και όχι σε ικανοποιητικό βαθμό) η ειδική πλειοψηφία ως μέσο για τη λήψη αποφάσεων στο Συμβούλιο της Ένωσης. Παράλληλα (από το 2009) αλλάζει ριζικά ο τρόπος σχηματισμού της ειδικής πλειοψηφίας. Από περίπλοκο σύστημα της κατανομής των ψήφων η Ένωση θα περάσει στο σύστημα της «διπλής πλειοψηφίας» -πλειοψηφίας των κρατών (55%) και πλειοψηφίας του πληθυσμού (65%) για τη λήψη των αποφάσεων. Πρόκειται για ένα περισσότερο δημοκρατικό αλλά και ομοσπονδιακής λογικής σύστημα ιδιαίτερα με την άμεση παραπομπή στον πληθυσμό της Ένωσης που διαλαμβάνει.
.
10. Η εκπόνηση του Συντάγματος. Τέλος, ως καθοριστικό στοιχείο της ομοσπονδιακής λογικής θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός της εκπόνησης Συντάγματος για την Ένωση. Με τον τρόπο αυτή η «Ένωση των Συνθηκών» δίνει τη θέση της στην «Ένωση του Συντάγματος». Η πολιτική και συμβολική σημασία της εξέλιξης αυτής είναι αδιαμφισβήτητη. Η έννοια του Συντάγματος παραπέμπει σε κρατική οντότητα δημοκρατικής συγκρότησης και λειτουργίας. Το Σύνταγμα αποτελεί το μέσο γέννησης μιας ομοσπονδίας (π.χ. ΗΠΑ, Καναδάς, κ.λ.π.).

Βεβαίως στο Σύνταγμα υπάρχουν στοιχεία και ρυθμίσεις που θα μπορούσε να επικαλεσθεί κάποιος για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της άποψης της διακυβερνητικότητας. Ως τέτοια στοιχεία αναφέρονται π.χ. η τοποθέτηση σταθερού Προέδρου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, η μεταρρύθμιση της εκ περιτροπής προεδρίας στο Συμβούλιο Υπουργών, κ.ά. Ωστόσο οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι αναγκαίες ως προϋπόθεση για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας, της λειτουργίας και διαδικασίας διαμόρφωσης πολιτικής στη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το Σύνταγμα θα μπορούσε ορθότερα να επικριθεί για ορισμένα σοβαρά «ελλείμματα» σε τρία τουλάχιστον κεφάλαια: (α) την κοινή εξωτερική πολιτική και άμυνα, (β) την οικονομική διακυβέρνηση (μακροοικονομική πολιτική, διαχείριση, εκπροσώπηση Ευρώ) και (γ) την κοινωνική πολιτική. Στα κεφάλαια αυτά οι ρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να ήταν σε ένα υψηλότερο παρονομαστή ώστε να συγκροτήσουν ένα νέο «πολιτικό σχέδιο» για τη διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση.

Υπερεθνικά χαρακτηριστικά:

  • Δικαστικό σύστημα: Η κυριαρχία του νόμου είναι βασικό στοιχείο της ΕΕ. Το Δικαστήριο έχει εξασφαλίσει την ανωτερότητα του Κοινοτικού Δικαίου απέναντι στα εθνικά. Το αποτέλεσμα είναι μια μεταβολή από τη κυριαρχική σχέση στη νομική σχέση μεταξύ των κρατών-μελών.
  • Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Πρέπει να υπάρχει Βουλή των Αντιπροσώπων και Βουλή των Κρατών. Το ΕΚ έχει διανύσει το μισό δρόμο όσον αφορά τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Πρέπει να έχει τον πλήρη έλεγχο του προϋπολογισμού και της νομοθεσίας και να μην περιορίζεται. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι είναι το κύριο δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό σώμα του λαού.
  • Επιτροπή: Έχει καταφέρει να δείξει ότι μπορεί να λειτουργήσει ως κυβέρνηση στο θέμα του ανταγωνισμού. Πρέπει να της δοθούν πλήρη κυβερνητικά χαρακτηριστικά και να είναι υπόλογη σε Συμβούλιο και Κοινοβούλιο.
  • Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα: Στα πρότυπα ομοσπονδιακού κράτους. Εκτελεστική επιτροπή-6 άτομα + διοικητικά στελέχη (οι 6 ορίζονται από τις κυβερνήσεις). Ψηφίζονται οι αποφάσεις. Δεν κοινοποιούνται. Δεν λογοδοτεί. Τα πρακτικά δεν δημοσιοποιούνται. Το σύστημα ψηφοφορίας θα αλλάξει. Ομοσπονδιακό θεσμικό όργανο. Γενικότερη οικονομική πολιτική. Εκχωρείται ένα σημαντικό κομμάτι της κυριαρχίας.
  • ΟΝΕ: Η ΟΝΕ είναι η πιο σημαντική απόφαση που έχει ληφθεί στην Ευρώπη για τους παρακάτω λόγους: 1. Λόγοι οικονομικοί: κατάργηση της αυτονομίας και κυριαρχίας των κρατών στον νομισματικό τομέα. Οικονομικές επιπτώσεις: Η κατάργηση συναλλαγματικής ισοτιμίας σημαίνει κατάργηση των παραδασμολογικών εμποδίων. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι το μεγαλύτερο παραδασμολογικό εμπόδιο. Γιατί; α/ Η συναλλαγματική ισοτιμία είναι η πιο σημαντική τιμή. β/Η αβεβαιότητα. Όταν λειτουργείς με ενιαίο νόμισμα, δεν έχεις συναλλαγματικό ρίσκο. Όταν επενδύεις δεν σε προβληματίζει το συνάλλαγμα, η τιμή. Επιπτώσεις στις συναλλαγματικές τιμές και στις κεφαλαιαγοριακές τιμές. Η ΟΝΕ θα έχει σημαντικότατες μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Οικονομική ολοκλήρωση. 2. Πολιτικά σημαντικό. 3. Ηθικά σημαντικό: Το νόμισμα είναι ένα από τα σύμβολα ενός κράτους. Σημαντική παραχώρηση. Τεράστιο οικονομικο-πολιτικό βήμα + εξέφραζε μια συγκεκριμένη επικρατούσα σκέψη. Εκφράζει πολιτικές ισορροπίες και επικρατούσες οικονομικές σκέψεις. Οι επικρατούσες απόψεις δεν είναι δεδομένες. Δεν είναι realpolitik. Ούτε ιδεατά.

Διακυβερνητικά χαρακτηριστικά:

  • Συμβούλιο: Άνω Βουλή. Βουλή των κρατών. Έχει εκτελεστικές εξουσίες πέρα των νομοθετικών, χωρίς να είναι υπόλογο σε κανέναν θεσμό. Κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ τη φιλελεύθερη δημοκρατία.
  • Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: Καθαρά διακυβερνητικός θεσμός που θα έπρεπε να ενσωματωθεί στο Συμβούλιο + Κοινοβούλιο.
  • Κοινή Εξωτερική Πολιτική
  • Κοινή Άμυνα
  • Φορολογία: Από τη Συνθήκη της Ρώμης εκφράστηκε η επιθυμία για εναρμόνιση της φορολογίας σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Το κύριο επίτευγμα είναι η υιοθέτηση ενός ενιαίου συστήματος φορολόγησης του κύκλου εργασιών (ΦΠΑ) για αποφυγή στρεβλώσεων στο διασυνοριακό εμπόριο. Όμως αυτό δε συνοδεύτηκε από εναρμόνιση της φορολογικής βάσης και των φορολογικών συντελεστών. Υπάρχουν διαφορές στο ΦΠΑ. Ωστόσο, δεν προκαλούνται σοβαρές στρεβλώσεις διότι τα αγαθά φορολογούνται στον τόπο κατανάλωσης και γίνονται προσαρμογές στα σύνορα. Λόγω ενιαίας εσωτερικής αγοράς και κατάργησης όλων των συνοριακών ελέγχων.
  • Άρα: ισότιμοι όροι ανταγωνισμού. Η εναρμόνιση της φορολόγησης των επιχειρήσεων είναι ελάχιστη. Λόγοι: 1. Πολύ διαφορετικά καθεστώτα στα Κ-Μ. 2. Χρειάζεται ομοφωνία του Συμβουλίου σε ζητήματα φορολογίας.

Άλλα κρίσιμα θέματα: ΚΕΠΠΑ, στρατός, ειρηνευτικές δυνάμεις, ΝΑΤΟ, μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, σχέσεις με ΗΠΑ, ΚΑΕ. Το πρόβλημα του Ηνωμένου Βασιλείου, ενός απομονωμένου εταίρου.

Παρόλο που η ιδιότητα της υπερδύναμης είναι πολύ μακρινό όραμα ακόμη, η ΕΕ θα μπορούσε να παίξει ρόλο στην ενίσχυση των διεθνών θεσμών και στη διαμόρφωση ενός πολυπολικού συστήματος που να στηρίζεται περισσότερο στην ύπαρξη κανόνων και στην έννοια της δικαιοσύνης παρά στη στρατιωτική ισχύ.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Το θεωρητικό ερώτημα που έχει θέσει ο Etzioni είναι κατά πόσον η ημι-υπερθνικότητα που χαρακτηρίζει την ΕΕ επαρκεί για την αντιμετώπιση των προβλημάτων κι αν ένα τέτοιο επίπεδο ενοποίησης μπορεί να είναι βιώσιμο. Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει η ΕΕ σήμερα είναι αν είναι δυνατόν να υπερεθνικοποιεί σχεδόν πλήρως αρκετούς σημαντικούς θεσμούς (ιδιαίτερα όσους συνδέονται με την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, το κεφάλαιο και την απασχόληση ) και ταυτόχρονα να κρατά την πολιτική ενοποίηση σε χαμηλό επίπεδο.

Είναι βέβαιον ότι το σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ισχυρούς πολιτικούς θεσμούς και χωρίς ένα κοινά αποδεκτό σύστημα αξιών. Τελικά, ο Etzioni καταλήγει ότι η ημι-υπερεθνικότητα δεν μπορεί να είναι βιώσιμη και ότι η ΕΕ θα πρέπει να κινηθεί, είτε προς την κατεύθυνση ενός υψηλού επιπέδου υπερεθνικότητας ή να επιστρέψει σε χαμηλότερα επίπεδα.

This site is registered on wpml.org as a development site. Switch to a production site key to remove this banner.