Πιλοτική λειτουργία

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ EE και Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΠΜΣ: «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές»

ΜΑΘΗΜΑ:ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: Λ. Τσούκαλης, Ν. Κουτσιαράς

Εργασία α’ εξαμήνου

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

και

Η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

Άννα Καραμάνου

Δεκέμβριος 2004

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΕ

και η ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

Άννα Καραμάνου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος είναι ένα από τα θέματα που βρίσκονται στη πολιτική ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και όλων των χωρών του πλανήτη που διαθέτουν οργανωμένα συστήματα κοινωνικής προστασίας, ήδη από την δεκαετία του 1980. Πολυάριθμες μελέτες και πολιτικοοικονομικές αναλύσεις υποστηρίζουν, ότι το κράτος πρόνοιας απειλείται από τη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και από τις απαιτήσεις των ηλικιωμένων, που καθιστούν αδύνατη τη χρηματοδότηση των επόμενων γενεών. Τα επιχειρήματα, δηλαδή, υπέρ της μεταρρύθμισης αφορούν κυρίως στην αυξημένη μακροζωία ανδρών και γυναικών, τη μείωση των γεννήσεων, την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις οικονομικές τάσεις που οδηγούν σε αύξηση των υποχρεώσεων, οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τα ισχύοντα γενναιόδωρα συνταξιοδοτικά συστήματα.

Η μείωση του ύψους των παροχών, η ελεγχόμενη αύξηση των εισφορών και των ορίων ηλικίας, η ενίσχυση των αρχών της ανταποδοτικότητας και της κεφαλαιοποίησης και κυρίως η επέκταση της ιδιωτικής ασφάλισης, συνοψίζουν τη φιλοσοφία των προτεινομένων μέτρων, για τις «παραμετρικές» αλλαγές και τις «διαρθρωτικές» μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων (Μ.Καραμεσίνη, 2001, Η Διάσταση του Φύλου στη Μεταρρύθμιση των Συνταξιοδοτικών Συστημάτων)

Από την πλευρά τους οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι αντιμετωπίζουν με δυσπιστία τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, αφού σχεδόν όλες ταυτίζονται με περικοπές δαπανών και μείωση παροχών. «Αντί να αποδυναμώσουν το κράτος πρόνοιας και να μειώσουν τις συντάξεις, ο διάλογος για την ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ενεργοποίηση της φαντασίας, στην εκπαίδευση και στην αύξηση των δαπανών για την έρευνα και την ανάπτυξη, για καλά πανεπιστήμια και καινοτομίες», τονίζει ο John Monks, Γενικός Γραμματέας της ETUC, σε συνέντευξή του (περιοδικό EuroActiv, Μάρτιος 2004). Έντονο σκεπτικισμό για τη ρητορική της κρίσης εκφράζουν και επιστήμονες, όπως ο Francis G. Castles στο εξαιρετικό βιβλίο του «The Future of the Welfare State-Crisis Myths and Crisis Realities», 2004.

Γεννάται λοιπόν το ερώτημα, αν οι δημοσιονομικές και δημογραφικές εξελίξεις οδηγούν πράγματι σε καταστροφή ή επιχειρείται μέσω της κινδυνολογίας (a race to the bottom), η ικανοποίηση των απαιτήσεων των μηχανισμών της αγοράς για υψηλότερα κέρδη, μέσω της συμπίεσης του κόστους της εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης. Η σύντομη ανάλυση που ακολουθεί θα επιχειρήσει να φωτίσει το θέμα μέσω της παράθεσης στοιχείων που αφορούν κυρίως: Την κατάσταση των συνταξιοδοτικών συστημάτων στην ΕΕ, τον εντοπισμό των προβλημάτων (δημογραφικό, ανεργία, άνιση μεταχείριση γυναικών κλπ) και ποιες τελικά μεταρρυθμίσεις προκρίνονται, με βάση και την αρχή της ισότητας των φύλων.

ΤΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΕ – ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Τα βασικά συστήματα συνταξιοδότησης στην Ευρώπη αναπτύχθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. Το Γερμανικό πρότυπο ή μοντέλο Bismarck βασίστηκε στην αναδιανομή και αποτελούσε αναγκαίο συμπλήρωμα της εργασιακής σχέσης. Κατευθυντήρια αρχή του γερμανικού μοντέλου είναι η ευθύνη των ίδιων των ενδιαφερομένων (εργαζομένων και εργοδοτών) για την ασφαλιστική προστασία, ευθύνη η οποία μεταφράζεται σε αυτονομία και αυτοχρηματοδότηση των ασφαλιστικών φορέων, ενώ οι συντάξεις υπόκεινται στη θεμελιώδη αρχή της αντιστοιχίας ή ανταποδοτικότητας μεταξύ εισφορών και παροχών. Τα συστήματα τύπου Bismarck δεν ήταν αποτέλεσμα συλλογικών διαπραγματεύσεων, στο πλαίσιο της αγοράς, αλλά κρατικής παρέμβασης, που υποχρέωσε τους εργοδότες να συμμετάσχουν στην ασφαλιστική προστασία των εργαζομένων.

Σε αντίθεση με το γερμανικό μοντέλο, το Βρετανικό ασφαλιστικό πρότυπο ή μοντέλο Beveridge, το οποίο εφαρμόζεται και στις Σκανδιναβικές χώρες, ορίζει ότι η κοινωνική ασφάλιση των πολιτών αποτελεί ευθύνη της πολιτείας και χρηματοδοτείται αποκλειστικά από το κράτος. Σταδιακά η διάκριση μεταξύ των κοινωνικο ασφαλιστικών συστημάτων αμβλύνθηκε, ως αποτέλεσμα της σχετικής σύγκλισης που επήλθε (Ηρώ Νικολακοπούλου-Στεφάνου, 1992, Σύγκλιση Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης, 1992, σελ.14, 19).

Στη δημιουργία του κράτους πρόνοιας οδήγησαν τα ευρωπαϊκά ανθρωπιστικά ιδεώδη και ενισχύθηκε, τόσο από τις αντιλήψεις του Keynes, όσο και από τις ιδέες περί κοινωνικής δικαιοσύνης των σοσιαλιστών της Φαβιανής Εταιρείας και της σοσιαλδημοκρατίας. Αργότερα υποστηρίχθηκε ότι το κράτος πρόνοιας θεμελιώνεται στα κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη, ενώ σύμφωνα με την νεώτερη λειτουργική αντίληψη στην αλληλεξάρτηση και στην αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών (ο.π.)

Οι συντάξεις στην Ευρώπη αποτελούν μέρος της κοινωνικής προστασίας. Από την δεκαετία του 1980 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με επικεφαλής τον Ζακ Ντελόρ ανέλαβε σειρά πρωτοβουλιών, συμπεριλαμβανομένης της Κοινωνικής Χάρτας, με σκοπό να διασφαλισθεί ότι η Εσωτερική Αγορά δεν θα οδηγήσει σε κοινωνικό dumping. Η Κοινωνική Χάρτα των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων (1989) υποστηρίζει ότι «κάθε άτομο που έχει φθάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης, αλλά δεν έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης ή δεν διαθέτει άλλα οικονομικά μέσα, θα πρέπει να έχει δικαίωμα σε επαρκείς πόρους και πρόσβαση σε ιατρική και κοινωνική βοήθεια, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανάγκες του». Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η Σύσταση του Συμβουλίου για τα κοινά κριτήρια που αφορούσαν πόρους και κοινωνικές παροχές με βασικό στόχο την αποφυγή του κοινωνικού αποκλεισμού των συνταξιούχων. (COM (91)161, 13/5/1991).

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Επί του παρόντος η φτώχεια μεταξύ των ηλικιωμένων δεν είναι διαδεδομένο φαινόμενο στην ΕΕ. Στις χώρες της Ένωσης οι κοινωνικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν περίπου το 27% του ΑΕΠ, έναντι 15% των ΗΠΑ, γεγονός που μαρτυρεί την μεγαλύτερη ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη, ενώ οι επιβαρύνσεις στο κόστος εργασίας αγγίζουν το 46% στην Ευρώπη, έναντι 27% στις ΗΠΑ (Ι.Κουκιάδης, 2000, Η Κοινωνική Ευρώπη, σ.25). Οι συγκρίσεις βέβαια αυτές, πυροδοτούν τη ρητορική, περί του επείγοντος της μεταρρύθμισης, διανθισμένη πάντα με αγαθές προθέσεις, όπως αποδοτικότερη λειτουργία του συστήματος, εξορθολογισμό και αποτροπή της κατάρρευσής του.

Τον Δεκέμβριο του 2002 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα την πρώτη ολοκληρωμένη ανάλυση των συνταξιοδοτικών συστημάτων των κρατών μελών της ΕΕ, η οποία αξιολογεί την επάρκεια των εθνικών συστημάτων και την ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της γήρανσης του πληθυσμού τους. Είχε προηγηθεί το 2000 η πρόταση της Επιτροπής για μια «Ατζέντα Κοινωνικής Πολιτικής», ενώ το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Στοκχόλμης (Μάρτιος 2001) άνοιξε το δρόμο για την «ανοιχτή μέθοδο συντονισμού» των συντάξεων, με προοπτική την ανάπτυξη στρατηγικής–κατά το πρότυπο της στρατηγικής για την απασχόληση. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάκεν τον Δεκέμβριο του 2001, και περιλαμβάνει έντεκα στόχους οι οποίοι μπορούν να ομαδοποιηθούν κάτω από τους εξής τρεις τίτλους:

  • Περιφρούρηση της ικανότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων να εκπληρώνουν τους κοινωνικούς στόχους τους
  • Διατήρηση της οικονομικής βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών συστημάτων
  • Δυνατότητα ανταπόκρισης στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες

Η Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής και η Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας, με βάση τις εθνικές εκθέσεις, συνέταξαν έκθεση η οποία αποτέλεσε το σχέδιο κοινής έκθεσης της Επιτροπής και του Συμβουλίου (ECOFIN 51, SOC 72, 3.3.2003). Το θέμα των συντάξεων ήταν μια από τις προτεραιότητες της Ελληνικής Προεδρίας, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2003.

Η κοινή έκθεση αναφέρει ότι όλα τα κράτη μέλη διαβεβαιώνουν, ότι παρέχουν ένα μίνιμουμ εισόδημα στους ηλικιωμένους και ότι σε πολλές χώρες ο κίνδυνος της φτώχειας είναι μικρότερος για τους ηλικιωμένους, παρά για τους νέους. Η Έκθεση διαπιστώνει, ότι, η ωρίμανση των συνταξιοδοτικών συστημάτων και η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην επαγγελματική ζωή, συνέβαλαν στην αύξηση του μέσου επιπέδου των συντάξεων, ενώ αναμένονται περαιτέρω βελτιώσεις στο μέλλον.

Σύμφωνα λοιπόν με την αξιολόγηση, τα κράτη μέλη διαθέτουν συνταξιοδοτικά συστήματα με ισχυρά στοιχεία αναδιανομής και αλληλεγγύης, κυρίως με τη μορφή εγγυήσεων ελάχιστων συντάξεων ή με παροχές σε περιόδους χωρίς συντάξιμο εισόδημα (ανεργία, γονικές άδειες κλπ)

Η ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Παρά τη θετική αξιολόγηση της σημερινής κατάστασης των συνταξιοδοτικών συστημάτων στην ΕΕ, η κοινή Έκθεση Επιτροπής και Συμβουλίου (2003) κινδυνολογεί αναφορικά με την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα αυτών των συστημάτων. Η Έκθεση υποστηρίζει, ότι, με βάση τις προβολές, οι δημόσιες δαπάνες για τις συντάξεις ενδέχεται να αυξηθούν από τρεις έως πέντε ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ, μεταξύ του 2000 και 2050.

Όλα τα κράτη μέλη θεωρούν ότι η αύξηση της απασχόλησης, ιδιαίτερα της απασχόλησης των γυναικών, αποτελεί σημαντική μεταβλητή της μακροπρόθεσμης στρατηγικής για βιώσιμες συντάξεις. Στις προβολές των δημοσίων δαπανών διαφαίνεται, ότι αν επιτυγχάνονταν οι στόχοι της Λισσαβόνας και πέραν του 2010, η αύξηση των δημοσίων δαπανών για τις συντάξεις θα μειωνόταν κατά το ένα τρίτο ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει, ότι μόνη η αύξηση της απασχόλησης δεν αρκεί για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Η οικονομική μεγέθυνση, η επαρκής παραγωγικότητα, καθώς και η πλήρης απασχόληση με ποιοτικές θέσεις εργασίας σε ένα υγιές και ασφαλές εργασιακό περιβάλλον αποτελεί την καλύτερη απάντηση για να διασφαλιστεί η οικονομική βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων, επιμένει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Ψήφισμα Α5-0259/24.9.2003).

Σήμερα, όπως είναι γνωστό, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι συνταξιοδοτούνται πρόωρα. Υπολογίζεται, πως αν αυξανόταν, έστω και για ένα χρόνο, η πραγματική ηλικία συνταξιοδότησης, χωρίς επέκταση των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, η αναμενόμενη αύξηση των δαπανών για τις συντάξεις θα μειωνόταν κατά 0,6-1% του ΑΕΠ το 2050. Αυτό σημαίνει, ότι η κατά ένα χρόνο αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης θα απορροφούσε το 20% περίπου της μέσης αναμενόμενης αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών το 2050. Γι αυτό το λόγο, όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ βρίσκονται στη διαδικασία μεταρρύθμισης των συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης, καθώς και των πολιτικών απασχόλησης. Ωστόσο, ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων είναι πολύ αργός για την επίτευξη του στόχου αύξησης της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης κατά πέντε έτη έως το 2010 (Κοινή Έκθεση ΕΕ και Συμβουλίου-2003).

Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο των συντονισμένων προσπαθειών των κρατών μελών για την επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, συμπεριλαμβανομένων των διαρθρωτικών και φορολογικών μεταρρυθμίσεων και των παραγωγικότερων δημοσίων επενδύσεων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η βελτίωση των κινήτρων για την παραμονή στην αγορά εργασίας εργαζομένων μεγάλης ηλικίας, λόγω και της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, καθώς και της ένταξης περισσοτέρων γυναικών. Σύμφωνα με την Έκθεση η επάρκεια των συνταξιοδοτικών συστημάτων εξαρτάται επίσης και από την προσαρμογή σε πιο ευέλικτα πρότυπα απασχόλησης και καριέρας, καθώς και στους μεταβαλλόμενους ρόλους των φύλων στην κοινωνία.

ΤΟ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

«Δεν υπάρχει πιο ενοχλητικό πράγμα από το να ακούς συνέχεια για το «βάρος» που προσθέτει στη κοινωνία η γήρανση του πληθυσμού. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η καλύτερη υγεία αποτελούν πολύ καλά νέα και όχι βάρος για την κοινωνία. Οι ηλικιωμένοι είναι πολύτιμοι στις επιχειρήσεις, στην οικονομία και στη κοινωνία», τόνισε σε ομιλία του ο κ. Berglind Asgeirsdottir, αναπληρωτής Γενικός Γραμματέας του ΟΟΣΑ, στη συνεδρίαση του Συμβουλίου της Λισσαβόνας (Βρυξέλλες, 28.9.2004).

Η διεύρυνση της Ευρώπης σε 25 χώρες αύξησε τον πληθυσμό της από 380 εκατομμύρια στα 455 – πολύ πάνω από τις ΗΠΑ που έχουν 295 εκ. Ωστόσο, υπολογίζεται ότι μέχρι το 2050 οι Αμερικανοί θα έχουν καλύψει τη διαφορά, φτάνοντας τα 420εκ ενώ οι Ευρωπαίοι τα 430εκ. Η Ευρώπη γερνάει πολύ γρηγορότερα από τον νέο κόσμο. Η γήρανση θα επηρεάσει την οικονομία λόγω της μείωσης των εργατικών χεριών. Στην Ιταλία για παράδειγμα το εργατικό δυναμικό θα συρρικνωθεί κατά 20% μεταξύ 2005 και 2035 και κατά 15% επιπλέον μέχρι το 2050. Αν δεν υπάρξουν μεγάλες αλλαγές στους δείκτες απασχόλησης και στην παραγωγικότητα, η μείωση του εργατικού δυναμικού θα πλήξει καίρια την οικονομική ανάπτυξη (Economist, 2-8 Οκτωβρίου 2004, Old Europe, σ.27).

Στην Ευρώπη ο δείκτης γονιμότητας είναι κάτω από το όριο του δείκτη αναπλήρωσης (2.1) από το 1970 στη Δυτική Ευρώπη και από το 1980 στην Ανατολική και οι ελπίδες για ανάκαμψη είναι ελάχιστες. Από την άλλη πλευρά το προσδόκιμο ζωής αναμένεται να αυξηθεί στη διάρκεια των επόμενων 50 ετών κατά 4.2 χρόνια για τις γυναίκες και 5 χρόνια για τους άνδρες. Ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης για την Ευρώπη των 15 η πρόβλεψη είναι ότι οι ηλικιωμένοι θα αυξηθούν από 27.7% (2000) στο 53.4% του πληθυσμού το 2050 και αυτό με βάση αισιόδοξες προοπτικές για τον δείκτη γονιμότητας (να αυξηθεί στο 1.8 στις περισσότερες χώρες) και απαισιόδοξες για το προσδόκιμο ζωής (να αυξηθεί λιγότερο από όσο στο παρελθόν), υποστηρίζει ο Robert Holzmann της World Bank (Paper prepared for the Swedish Social Security Fund-World Bank Conference, Stockholm 29-30/9/2003).

Ο κ. Holzmann ισχυρίζεται ότι η μέση δαπάνη προβλέπεται να αυξηθεί από το 10.4% του ΑΕΠ το 2000 στο 13.6% γύρω στο 2040, με αναμενόμενη πτώση από το 5.5% στο 4.4% για τη Βρετανία, αλλά διπλασιασμό για την Ισπανία, που θα φτάσει το 24.8% από το σημερινό επίπεδο του12.6%. Προβλέπεται, δηλαδή, μέση αύξηση των δαπανών κατά 30% και δημογραφική αύξηση κατά 70%. Οι ειδήμονες της Παγκόσμιας Τράπεζας υποστηρίζουν ότι ακόμη και αν δεν συνέτρεχαν οι δημογραφικοί και δημοσιονομικοί λόγοι, θα εξακολουθούσε να υπάρχει μεγάλη ανάγκη για μεταρρύθμιση των συνταξιοδοτικών συστημάτων προκειμένου να συγχρονισθούν με τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές, εκ των οποίων οι σημαντικότερες τρεις είναι: α/ η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό β/ οι αλλαγές στις δομές της οικογένειας και η αύξηση των διαζυγίων και γ/ η επέκταση των άτυπων μορφών απασχόλησης (Holzman, 2003).

Ασφαλώς «μια κάποια λύση» στο δημογραφικό θα μπορούσε να προσφέρει και η αθρόα προσέλκυση νέων μεταναστών, αλλά και η ενίσχυση των μέτρων στήριξης της φροντίδας των παιδιών και της συμφιλίωσης της επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

Όπως είναι κατανοητό πολλά μέτρα και πολιτικές, που είναι επιθυμητά για οικονομικούς λόγους, δεν εφαρμόζονται για πολιτικούς λόγους. Αυτή η ασυμφωνία μεταξύ οικονομικής και πολιτικής οδήγησε τους οικονομικούς και πολιτικούς επιστήμονες να σκεφτούν την πολιτική οικονομία των μεταρρυθμίσεων. Έχει ήδη γίνει αρκετή δουλειά πάνω στην πολιτική οικονομία της μακροοικονομικής μεταρρύθμισης και της εμπορικής πολιτικής, αλλά δεν έχει προχωρήσει αρκετά στην περίπτωση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος. Μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας απαντά σε τρία βασικά ερωτήματα: Πώς επηρεάζουν οι πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις την πιθανότητα διαρθρωτικής συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης, πώς αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν τη φύση της μεταρρύθμισης και

πώς οι χώρες που προχώρησαν σε μεταρρυθμίσεις έκαμψαν την αντίσταση παντοδύναμων ομάδων συμφερόντων. (Estelle James and Sarah Brooks, 2001, World Bank -The Political Economy of Structural Pension Reform).

Είναι φανερό, ότι η Παγκόσμια Τράπεζα έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα για να πείσει για την αναγκαιότητα της μεταρρύθμισης των ασφαλιστικών συστημάτων και ειδικότερα να πείσει εργαζόμενους και συνταξιούχους, ότι οι αλλαγές είναι συμφέρουσες, αφού το παλιό σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Στη Χιλή ο Υπουργός Εργασίας Dr Jose Pinera ο ίδιος προσωπικά καθημερινά μέσα από την τηλεόραση και το ραδιόφωνο προσπαθούσε να πείσει τους εργαζόμενους για την αναγκαιότητα της αλλαγής. Το ίδιο έγινε στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, όπου οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε μεγάλες εκστρατείες ενημέρωσης, με στόχο κυρίως τους νέους και τους ηλικιωμένους.

Το παράδειγμα της Χιλής αναφέρεται ως το πιο επιτυχημένο από τους οπαδούς της μεταρρύθμισης. Ξεκίνησε το 1980 και αντικατέστησε το παλιό σύστημα με την ιδιωτική αποταμίευση (Pension Savings Account). Περισσότεροι από το 95% των εργαζομένων, ενίσχυσαν την εθνική αποταμίευση κατά 27% του ΑΕΠ και πέτυχαν ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης κατά 6,5% ετησίως. (Constantin T. Gurdiev, economist, Director of the Open Republic Institute, 2004, Ireland).

Παράλληλα με την Παγκόσμια Τράπεζα και το Ινστιτούτο CATO δια του προέδρου του Edward H. Crane, υποστηρίζει ότι η μεταρρύθμιση δεν μπορεί να περιμένει γιατί στις ΗΠΑ, μέσα στα επόμενα 15 χρόνια, το σύστημα θα παρουσιάσει ελλείμματα. Αξίζει να σημειωθεί, ότι κατά τις τελευταίες προεδρικές εκλογές «η κοινωνία της ιδιοκτησίας», εκείνη, δηλαδή, που θα δίνει στους πολίτες μεγαλύτερο έλεγχο σε θέματα υγείας, συνταξιοδότησης και στέγης, δηλαδή, μία κοινωνική ασφάλιση που θα στηρίζεται σε ιδιωτικούς λογαριασμούς, αποτέλεσε κεντρικό θέμα της προεκλογικής εκστρατείας του Προέδρου Bush.

Οι μεταρρυθμίσεις φυσικά έχουν πάντα κερδισμένους και χαμένους. Οι μεγάλοι χαμένοι είναι οι θεσμοί κοινωνικοοικονομικής ασφάλισης (όπως στη Χιλή), ενώ ο μεγάλος κερδισμένος είναι ο ιδιωτικός τομέας. Παλαιότερη μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας επισημαίνει τα προβλήματα που προκύπτουν από τα νέα συστήματα, στους χαμένους των οποίων συγκαταλέγει κυρίως τις γυναίκες και τους χαμηλόμισθους. (Patricio Arrau /Klaus Schmidt-Hebbel, 1995, Pension Systems and Reforms).

Το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, δια του κ. Roger Beattie στην Παγκόσμια Διάσκεψη για την Ανάπτυξη (Κοπενχάγη, 1995), επιχειρηματολογώντας εναντίον του Χιλιανού μοντέλου υποστηρίζει ότι βασίζεται στη λαθεμένη αντίληψη, ότι κάτι που είναι καλό για ένα άτομο, ισχύει και για μεγάλο αριθμό ατόμων. Βεβαίως, δεν αποτελεί πρόβλημα, αν κάποιος σταματήσει να εργάζεται και ζει, έχοντας πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, με τις αποταμιεύσεις που προηγουμένως συσσώρευσε. Σκεφτείτε όμως τι θα συμβεί αν όλοι κάνουν το ίδιο!.. Δεν θα υπάρχουν ούτε αγαθά, ούτε υπηρεσίες και οι αποταμιεύσεις δεν θα αξίζουν τίποτα.

Είναι γεγονός, ότι ανεξαρτήτως του τρόπου χρηματοδότησης των συντάξεων, η τρέχουσα κατανάλωση των συνταξιούχων εξαρτάται από την τρέχουσα παραγωγικότητα των εργαζομένων. Γι αυτό οι δημογραφικές τάσεις επηρεάζουν όχι μόνο τα παλιά συστήματα (PAYG) αλλά εξίσου και τα καινούργια τύπου Χιλής και οποιαδήποτε άλλα. Αυτό που κάνει το Χιλιανό μοντέλο ασύμφορο είναι ότι όλοι οι κίνδυνοι συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν το δημογραφικό, πέφτουν στους ώμους των εργαζομένων (Roger Beattie)

Στο σύστημα αυτό οι μελλοντικοί συνταξιούχοι έχουν ελάχιστη ή καμιά γνώση για το τι αναπλήρωση εισοδήματος θα απολαύσουν στο μέλλον. Κάποιοι του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας υπολογίζουν ότι η σύνταξη θα είναι στο 44% του τελικού μισθού, με την προϋπόθεση ότι οι εισφορές καταβάλλονται χωρίς διακοπή από την ηλικία των 20 μέχρι την ηλικία των 65, αλλά ένας οπαδός του συστήματος υποστηρίζει ότι η αναπλήρωση θα είναι μεταξύ 112 και 234%! Γεγονός πάντως παραμένει ότι το Χιλιανό σύστημα δεν ικανοποιεί τις ελάχιστες προδιαγραφές του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας, για ασφαλείς συντάξεις.

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΙΣΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

Το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης στην Ελλάδα και στην Ευρώπη δομήθηκε και λειτουργεί ακόμη σε κάποιο βαθμό, στη βάση του μοντέλου του «άνδρα κουβαλητή», ο οποίος εργάζεται και προστατεύεται από το σύστημα, ώστε να ανταποκριθεί στις ευθύνες του ως προστάτης της οικογένειας. Η γυναίκα προστατεύεται έμμεσα από τον ασφαλιστικό φορέα του συζύγου της, στο πλαίσιο πάντα του γάμου. Το σύστημα κινείται στη λογική της διαχωριστικής γραμμής του δημοσίου και του ιδιωτικού χώρου (Φ. Σιάνου, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ETUC, Μάρτιος 2002, Αθήνα, Έκδοση του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, «Κοινωνική Ασφάλιση και Ισότητα των Φύλων»).

Η άμεση σύνδεση των δικαιωμάτων ασφάλισης με την εργασία και την παραδοσιακή οικογένεια, σε συνδυασμό με τα στερεότυπα για τους ρόλους των φύλων, άνδρας=φορέας εισοδήματος, γυναίκα=φορέας παροχής φροντίδας στην οικογένεια, αποτελούν τη βασική αιτία των διακρίσεων που εμπεριέχει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Άμεσες διακρίσεις που συνδέονται ευθέως με το φύλο, εμπεριέχουν οι ρυθμίσεις που προβλέπουν ευνοϊκότερες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες: χαμηλότερα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και λιγότερα χρόνια ασφάλισης για θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη. Οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν να ωφελούν όσες γυναίκες έχουν τις σχετικές προϋποθέσεις, αν όμως τις δει κανείς από τη σκοπιά του συνόλου των γυναικών και του γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, εγείρουν σοβαρές ενστάσεις. Η διαφορετική μεταχείριση υπονομεύει τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας και ασκεί αρνητική επίδραση στην οικονομία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (Α. Πετρόγλου-Δικηγόρος, Δεκέμβριος 2001, Αθήνα, Ημερίδα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος)

Τα επιχειρήματα υπέρ της πρόωρης συνταξιοδότησης των γυναικών λόγω μητρότητας, είναι στην ουσία υπονομευτικά των πραγματικών συμφερόντων των γυναικών, αφού είναι ελάχιστες οι γυναίκες που έχουν ανήλικα παιδιά, που χρειάζονται φροντίδα μετά το 55ο έτος ηλικίας. Το θέμα «μητρότητα και ανήλικα παιδιά» θα πρέπει να αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο της κοινωνικής πολιτικής και δεν θα πρέπει να εμπλέκεται με τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.

Έχει διαπιστωθεί ότι η εφαρμογή «προστατευτικής νομοθεσίας» στην Ελλάδα κατά το πρόσφατο παρελθόν (15ετία, έμμεση και εξαρτημένη ασφάλιση κλπ) ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την υποβαθμισμένη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας, την απουσία τους από θέσεις ευθύνης, την αυξημένη ανεργία, τις χαμηλές αμοιβές, τις γλίσχρες συντάξεις, την άνιση και άδικη κατανομή των οικογενειακών υποχρεώσεων, την υποτίμηση των γυναικών και τη διαιώνιση των παρωχημένων αντιλήψεων περί «ασθενούς φύλου». Η κοινωνική ασφάλιση θα πρέπει να ενισχύει και όχι να αποδυναμώνει την απασχόληση και την ανταγωνιστικότητα των γυναικών, να παρέχει κίνητρα παραμονής στην αγορά εργασίας και όχι κίνητρα αποχώρησης. (Ά. Καραμάνου, 3/12/2001, Ημερίδα ΕΣΚ ).

Οι κοινωνικές υποδομές και τα μέτρα στήριξης της φροντίδας των παιδιών και των υπερηλίκων, η κατοχύρωση των εργασιακών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά τις περιόδους γονικών αδειών, η δίκαιη κατανομή όλων των ευθυνών και απολαυών του δημοσίου και ιδιωτικού βίου μεταξύ των δύο φύλων, η σύνδεση της κοινωνικής πολιτικής με την οικονομική πολιτική και την πολιτική απασχόλησης, καθώς και η εξατομίκευση των ασφαλιστικών και φορολογικών δικαιωμάτων θα πρέπει να αποτελούν απαραίτητο μέρος της μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ο.π)

Στην ίδια ημερίδα ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας κ. Θ. Σακελλαρόπουλος τόνισε, ότι, «ο αγώνας των γυναικών για οικονομική ισότητα , ανεξαρτησία και ασφάλεια, μαζί με τις αλλαγές που συμβαίνουν στη δομή της οικογένειας, δηλαδή, διαζύγια, μονογονεϊκές οικογένειες κλπ. έχουν καταστήσει το αίτημα για εξατομίκευση των κοινωνικών δικαιωμάτων σε κινητήρια δύναμη αλλαγής και εκσυγχρονισμού του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Η μεταρρύθμιση που δεν θα λάβει υπόψη της τη διάσταση του φύλου, δεν θα αξίζει το όνομά της, διότι θα διαιωνίζει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες εις βάρος των γυναικών».

ΠΟΙΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ; ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΕ

Στην Ελλάδα με πρωτοβουλία της ΓΣΕΕ, πραγματοποιήθηκε «Εθνική Συνδιάσκεψη» τον Σεπτέμβριο του 2001 για το Ασφαλιστικό η οποία ουσιαστικά κατέληξε σε «μη μεταρρύθμιση», ή μάλλον σε οριακές αλλαγές στο ισχύον σύστημα. Ο διάλογος επικεντρώθηκε κυρίως στα όρια ηλικίας, τα οποία είναι χαμηλά για πολλές κατηγορίες εργαζομένων, όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπου κι εκεί υπήρξαν αντιδράσεις, κυρίως στην Ιταλία, και Γαλλία. Ωστόσο, στην Ελλάδα οι μεγάλες αλλαγές στα όρια ηλικίας πραγματοποιήθηκαν με τη μεταρρύθμιση Σιούφα το 1992, η οποία καθόρισε τα όρια συνταξιοδότησης για τους από 1.1.1993 ασφαλισμένους, στο 65ο έτος.

Ο νέος ασφαλιστικός νόμος 3029/2002 αφορά κυρίως στην καλύτερη οργάνωση του συστήματος με την συγχώνευση των διαφόρων ταμείων μέχρι 31.12.2007, καθώς και την ενιαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, την συγχώνευση δηλαδή όλων των ταμείων σε ένα. Το σημαντικότερο όλων είναι ότι προβλέπει τη χρηματοδότηση του ΙΚΑ με 1% του ΑΕΠ. Ήδη ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η Κυβέρνηση για το 2005 περιλαμβάνει σχετική πρόβλεψη.

Ωστόσο, προκρίνονται και άλλες προσφορότερες λύσεις, όπως ένα σύστημα τριών επιπέδων, φιλικό και προς τα δύο φύλα, όπως προτείνει η μελέτη Ματσαγγάνη-Πετρόγλου, για λογαριασμό του Κέντρου Έρευνας για Θέματα Ισότητας (ΚΕΘΙ-2001):

1ο Επίπεδο: Η σύνταξη του πολίτη, η οποία θα χρηματοδοτείται εξ ολοκλήρου από τον κρατικό προϋπολογισμό και θα χορηγείται σε κάθε πολίτη-άνδρα ή γυναίκα-με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, χωρίς προϋποθέσεις εισοδήματος ή εισφορών. Με τη σύνταξη αυτή θα εξασφαλίζεται σε κάθε ηλικιωμένο ένα εισόδημα προστασίας από τη φτώχεια.

2ο Επίπεδο: Η αναλογική σύνταξη, η οποία θα παρέχεται από το ισχύον δημοσιο-διανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα, θα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές εργαζόμενου και εργοδότη και θα υπολογίζεται βάσει της αρχής της ανταποδοτικότητας.

Για την επίτευξη του ισοζυγίου των δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών, προτείνεται στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, η αναγνώριση πρόσθετου χρόνου ασφάλισης δύο ετών για κάθε παιδί. Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται με επιτυχία στη Σουηδία και στην Ιταλία από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

2ο Επίπεδο: Η πρόσθετη σύνταξη, η οποία προτείνεται να είναι προαιρετική και να έχει κεφαλαιοποιητικό χαρακτήρα.

Η εφαρμογή αυτού του συστήματος των τριών επιπέδων αποτελεί τη αποτελεσματικότερη και ορθολογικότερη απάντηση στην κρισιμότερη ίσως παρενέργεια του συστήματος για την πλειονότητα των γυναικών: την αποτυχία θεμελίωσης δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω ανεπαρκούς αριθμού ενσήμων.

Με το προτεινόμενο σύστημα μια γυναίκα που δεν είχε ποτέ μια αμειβόμενη θέση εργασίας (π.χ. μητέρα δύο παιδιών) και συνεπώς δεν έχει καταβάλει ποτέ εισφορές κοινωνικής ασφάλισης θα δικαιούται: Το πλήρες ποσό της Σύνταξης του Πολίτη και το μέρος της αναλογικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε τέσσερα πλασματικά έτη ασφάλισης (δύο για κάθε παιδί). Το συνολικό ποσό της σύνταξης θα αυξάνει ασφαλώς στην περίπτωση που η γυναίκα διαθέτει έναν αριθμό ενσήμων ή/και την αποταμιευτική πρόσθετη σύνταξη (Πετρόγλου, 2002)

Η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος τριών επιπέδων, φαίνεται να ανταποκρίνεται περισσότερο στις νέες ανάγκες της ζωής στο 21ο αιώνα. Οι νέες διαδρομές ζωής χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα και από αλληλοδιαδοχή περιόδων απασχόλησης, κατάρτισης, επανεκπαίδευσης και παροχής φροντίδας προς τρίτους. Η σύνταξη του πολίτη παρέχει την αναγκαία ασφάλεια, ενώ η ανταποδοτική-διανεμητική και ιδίως η πρόσθετη σύνταξη, παρέχουν τη δυνατότητα στον ασφαλισμένο να τις χρησιμοποιήσει όποτε επιθυμεί. Με αυτό τον τρόπο, το σύστημα συνταξιοδότησης επιτρέπει στον ασφαλισμένο μια προσωπική επιλογή του χρόνου και του τρόπου που θα κατανείμει τα διαστήματα απασχόλησης, εκπαίδευσης και παροχής φροντίδας σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, με κάλυψη των διαστημάτων μη απασχόλησης με παροχές κοινωνικής ασφάλισης (Ζ. Ασημακοπούλου, Α.Λυμπεράκη, Α.Πετρόγλου, Διεθνές Συνέδριο «Γυναίκες και Κοινωνικό Κράτος», Μάϊος 2001, Κομοτηνή).

Πράγματι, το προτεινόμενο σύστημα των τριών πυλώνων, με βάση και τον διάλογο που αναπτύσσεται σήμερα στην ΕΕ, είναι το πιο συμφέρον για άνδρες και γυναίκες, γιατί: αναβαθμίζει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, ενθαρρύνει την απασχόληση και την προσωπική αυτονομία, είναι ευέλικτο, ενθαρρύνει την είσοδο και τη παραμονή των γυναικών στην αγορά εργασίας, διασφαλίζει την κοινωνική αλληλεγγύη και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών, είναι συμβατό με τις νέες οικογενειακές δομές και υποχρεώσεις του ιδιωτικού βίου, αλλά και με το νέο τεχνολογικό-παραγωγικό πρότυπο.

Είναι αυτονόητο, ότι η υιοθέτηση ενός ολοκληρωμένου συνταξιοδοτικού συστήματος, όπως το σύστημα των τριών επιπέδων, θα πρέπει να συνοδεύεται από τις ανάλογες εγγυήσεις σχετικά με τη διοίκηση, τον τρόπο επένδυσης των χρημάτων των ασφαλισμένων κλπ. Ακόμη χρειάζεται εκσυγχρονισμός του συστήματος των γονικών αδειών, βελτίωση των υποδομών φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων, ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας πολυτέκνων και παιδιών με αναπηρίες. Όλα όσα, δηλαδή, διασφαλίζουν όρους ισότητας των φύλων στην κοινωνική ασφάλιση και στη ζωή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Καραμεσίνη, Μαρία, 2001, Η Διάσταση του Φύλου στη Μεταρρύθμιση των Συνταξιοδοτικών Συστημάτων, Ημερίδα του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Αθήνα, 3.12.2001

2. Monks, John, 2004, Γενικός Γραμματέας ETUC, περιοδικό EuroActiv

3. Castels, M., 2004, the Future of the WELFARE STATE Crisis Myths and Crisis Realities, OXFORD University Press

4. Νικολακοπούλου-Στεφάνου Ηρώ, 1992, Σύγκλιση Συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης, εκδ. Σιδέρης

5. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 1989, Κοινωνική Χάρτα Θεμελιωδών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων

6. Συμβούλιο, Σύσταση, COM(91)161,13.5.1991, Για την Αποφυγή του Κοινωνικού Αποκλεισμού

7. Κουκιάδης, Ιωάννης, 2000, Η Κοινωνική Ευρώπη, εκδ΄. Παρατηρητής

8. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Λάκεν, Δεκέμβριος 2001, Συμπεράσματα

9. Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής και Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας, Κοινή Έκθεση, ECOFIN 51,SOC72-3.3.2003

10. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Στοκχόλμης, Μάρτιος 2001, Συμπεράσματα

11. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Ψήφισμα, Α5-0259/24.9.2003, Επαρκείς και Βιώσιμες Συντάξεις

12. Asgeirsdottir, Beglid, 2004, OECD

13. ECONOMIST, 2-8 Οκτωβρίου 2004, Old Europe, σ.27

14.Holzman, Robert, 2003, World Bank

15. James, Estelle and Sarah Brooks, 2001, World Bank, the Political Economy of Structural Pension Reform

16. Gourdiev, Constantin T., 2004, speech, Director Open Republic Institute, Ireland

17. Crane, Edward H, 2004, speech, CATO Institute, Washington, USA

18. Arrau, Patricio and Klaus Schmidt-Hebbel, 1995, Pension Systems and Reforms

19. Beattie, Roger, 1995, I.L.O, Geneva

20. Σιάνου, Φωτεινή, 2002, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ETUC, Κοινωνική Προστασία και Δικαιώματα των Γυναικών, Έκδοση του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Κοινωνική Ασφάλιση και Ισότητα των Φύλων

21. Πετρόγλου, Αθηνά, 2001, Το Σύστημα Κοινωνικής Προστασίας και οι Γυναίκες, Ημερίδα Ε.Σ.Κ.

22. Καραμάνου, Άννα, 2001, Μεταρρύθμιση και Ισότητα των Φύλων, Ημερίδα Ε.Σ.Κ.

23. Σακελλαρόπουλος, Θεόδωρος, 2001, Ανισότητες Φύλων και Κοινωνική Ασφάλιση-Ορισμένα Συμπεράσματα, Ημερίδα Ε.Σ.Κ.

24..ΓΣΕΕ, 2001, Εθνική Συνδιάσκεψη για το Ασφαλιστικό

25.Ματσαγγάνης, Μάνος και Αθηνά Πετρόγλου, 2001, Το Σύστημα Κοινωνικής Προστασίας και οι Γυναίκες, Μελέτη, ΚΕΘΙ

26. Ασημακοπούλου Ζ., Α. Λυμπεράκη, Α. Πετρόγλου, 2001, Γυναίκες και Κοινωνικό Κράτος, Συνέδριο, Κομοτηνή, Μάϊος 2001

καταμέτρηση λέξεων

κείμενο: 4.369

Άννα Καραμάνου

24.12.2004

This site is registered on wpml.org as a development site. Switch to a production site key to remove this banner.