Το Μέλλον της Ευρώπης “Από την Νομισματική στην Πολιτική Ένωση”, Περιοδικό “Κοινωνία Πολιτών”
Περιοδικό «Κοινωνία Πολιτών»,
της Ένωσης Πολιτών για την Παρέμβαση
άρθρο Άννας Καραμάνου,
π. ευρωβουλευτού
«ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΣΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ..
η ΕΕ σε αναζήτηση ταυτότητας..»
1. το χάσμα μεταξύ οικονομίας και πολιτικής
Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει η ΕΕ σήμερα είναι, αν είναι δυνατόν να υπερεθνικοποιεί σχεδόν πλήρως αρκετούς σημαντικούς θεσμούς (ιδιαίτερα όσους συνδέονται με το νόμισμα, την ελεύθερη διακίνηση αγαθών και υπηρεσιών, το κεφάλαιο και την απασχόληση ) και ταυτόχρονα να κρατά την πολιτική ενοποίηση σε χαμηλό επίπεδο. Μπορεί το σύστημα να λειτουργήσει χωρίς ισχυρούς πολιτικούς θεσμούς και χωρίς ένα κοινά αποδεκτό σύστημα αξιών; Πολλοί υποστηρίζουν (με κορυφαίο θεωρητικό τον Etzioni), ότι η ημι-υπερεθνικότητα δεν μπορεί να είναι βιώσιμη και ότι η ΕΕ θα πρέπει να κινηθεί, είτε προς την κατεύθυνση ενός υψηλού επιπέδου υπερεθνικότητας, είτε να επιστρέψει σε χαμηλότερα επίπεδα.
Ο Etzioni, δηλαδή, υποστηρίζει ότι η ημι-υπερεθνικότητα της ΕΕ, ιδιαίτερα όταν η υψηλή οικονομική ενοποίηση συνδυάζεται με χαμηλή πολιτική ενοποίηση, δεν μπορεί να είναι βιώσιμη, γιατί οι αγορές δεν είναι αυτοτελή συστήματα με τις δικές τους διακριτές δυναμικές, αλλά είναι στενά συνδεδεμένες με την πολιτική και την κοινωνία της οποίας αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα. Οι αγορές δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς πολιτικούς θεσμούς και χωρίς κοινωνικές αξίες. Στις ελεύθερες κοινωνίες οι σημαντικές αποφάσεις για την οικονομική πολιτική λαμβάνουν σοβαρά υπόψη το σύστημα αξιών και τις συναινέσεις που δημιουργούνται, διαφορετικά αυξάνεται το αίσθημα αποξένωσης των πολιτών που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την βιωσιμότητα της Ένωσης (Amitai Etzioni, 2001, “Political Uninification-revisited”)
Είναι γεγονός ότι σήμερα η ΕΕ βρίσκεται σε αναζήτηση πολιτικής ταυτότητας. Στα περισσότερα από 50 χρόνια ζωής και λειτουργίας της ΕΕ, η Ευρωπαϊκή περιφερειακή ολοκλήρωση έχει εξελιχθεί σε ένα περίπλοκο σύστημα χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του σύγχρονου κόσμου. Όλες οι θεωρίες συλλαμβάνουν ένα μικρό μόνο μέρος μιάς μεγάλης πολυπλοκότητας. Όπως γράφει ο Δημ. Χρυσοχόου, σε κανένα άλλο σύστημα δεν έχουν αποδοθεί τόσοι πολλοί και διαφορετικοί νεολογισμοί: proto-federation, confederation, concordance system, quasi-state, mixed polity, Staatenverbund, consortio, condominio, regulatory state, market polity, managed Gesellschaft, multilevel republic, confederal consociation, mixed commonwealth κλπ. Χωρίς αμφιβολία η ΕΕ συνιστά ένα sui generis πολιτικό σύστημα. Με άλλα λόγια, «η ψηλάφηση του ελέφαντα» όπως παρουσιάστηκε από τον Puchala πριν από 35 περίπου χρόνια παραμένει πολύ δύσκολη υπόθεση για τους θεωρητικούς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Ταυτόχρονα όμως η μελέτη της ΕΕ αποτελεί μια συναρπαστική άσκηση για την εξέλιξη της θεωρίας, για τη δημιουργία νέας θεωρίας και της μεταθεωρίας (Χρυσοχόου, 2000).
2. η πολιτική μετεξέλιξη όρος επιβίωσης της ΕΕ
Σήμερα, όλο και περισσότερο ενισχύεται η πεποίθηση ότι η Ένωση των 27 θα πρέπει να μετεξελιχθεί σε πολιτική ένωση, προκειμένου να διασφαλίσει την επιβίωσή της αλλά και το ρόλο της στο διεθνές παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η πολιτική μετεξέλιξη της ΕΕ κρίνεται ως αναγκαία συμπλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, προκειμένου να σταθεροποιηθεί η λειτουργία του ενιαίου νομίσματος, να κλείσει το χάσμα μεταξύ οικονομίας και πολιτικής και να ενισχυθεί, τόσο η αποτελεσματικότητα, όσο και η δημοκρατία στην ΕΕ. Να σταματήσει, δηλαδή, ο διχασμός της ΕΕ, σε οικονομικό γίγαντα και πολιτικό νάνο.
Η οικοδόμηση μιας Ευρωπαϊκής πολιτικής Ένωσης και υπέρβασης της διαίρεσης της Ευρώπης, ξεκίνησε κατά τα τελευταία χρόνια, μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, με κορυφαία στιγμή την ένταξη στην ΕΕ των δέκα νέων κρατών μελών, την 1 Μαΐου 2004. Στο δημόσιο διάλογο για το Μέλλον της Ευρώπης, που άνοιξε ατύπως τον Μάϊο του 2000 ο Joska Fischer, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, διατυπώνονται πολλές και ποικίλες απόψεις, μεταξύ αυτών κι εκείνη που υποστηρίζει, ότι είναι δυνατόν να συνεχιστεί η διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης, χωρίς παράλληλη διαδικασία πολιτικής ολοκλήρωσης. Αυτή η θέση ασφαλώς στηρίζεται στο από μακρού θεμελιωμένο τεχνοκρατικό δόγμα, ότι, όσο η οικονομική συνεργασία μεταξύ των κρατών είναι επωφελής για όλους, η ΕΕ θα έχει την υποστήριξη του κοινού. Άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης είναι ανέφικτη, αν όχι εντελώς αδύνατη, λόγω της πολιτισμικής ετερογένειας, αφού κάθε προσπάθεια πολιτικής ενοποίησης απαιτεί μια ανεπιθύμητη πολιτισμική ομογενοποίηση. Αυτή η άποψη επιχειρηματολογεί ότι η ιδέα της ειρηνικής συνύπαρξης και της σταθερότητας επιτυγχάνονται καλύτερα όταν το «έθνος» και ο «δήμος» συμπίπτουν.
Κόντρα σε αυτές τις θέσεις θα επιχειρηματολογήσω, ότι η οικονομική ολοκλήρωση και η αυξημένη πολιτισμική ποικιλομορφία έχουν ήδη δημιουργήσει το πλαίσιο για την ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση και ότι ήδη έχει ξεκινήσει, με δυσκολίες, αργά αλλά σταθερά, η διαδικασία για το πέρασμα από τις ευρωπαϊκές πολιτικές στη πολιτική και από τη διπλωματία στη δημοκρατία. Η πρόσφατη υιοθέτηση της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισσαβόνας, στις 13 Δεκεμβρίου 2007 και από τις 27 κυβερνήσεις των χωρών μελών το πιστοποιεί με τον πιο έγκυρο τρόπο.
3. Από τη μέθοδο Monnet στη Συνθήκη της Λισσαβόνας
Όπως είναι γνωστό, η ανάπτυξη και εξέλιξη της ΕΕ στηρίχθηκε στη μέθοδο Monnet, που είναι περισσότερο γνωστή ως νεολειτουργισμός. Η μέθοδος αυτή προέβλεπε ουσιαστικά τη σταδιακή προώθηση της ενοποιητικής διαδικασίας σε τομείς λιγότερο ευαίσθητους από πλευράς εθνικής κυριαρχίας, κυρίως σε τομείς της οικονομίας, με την πεποίθηση ότι έτσι θα δημιουργηθεί η δυναμική και η ενοποιητική λογική για την διεύρυνση του περιεχομένου της ενοποίησης και την διάχυση (spill over) της ενοποίησης σε άλλους τομείς.
Αναπόφευκτα η μέθοδος Monnet υποβάθμισε τη διάσταση της πολιτικής και ανέδειξε τη σημασία της οικονομίας στην ενοποιητική λογική, με αποτέλεσμα να επικρατήσει μια οικονομίστικη προσέγγιση στη προώθηση της ενοποίησης. Η εναλλακτική μέθοδος που είχε ως κύριο εισηγητή και υπέρμαχο τον Altiero Spinelli (απόφαση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου 1984), η πολιτική, δηλαδή, μέθοδος της άμεσης εγκαθίδρυσης ευρωπαϊκής ομοσπονδίας με την επεξεργασία συντάγματος, δεν έγινε αποδεκτή από τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής. Ωστόσο, η σταδιακή προσέγγιση Monnet οδήγησε τελικά, με διαδοχικά βήματα στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1987, στη Συνθήκη της ΕΕ το 1993, στη Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1999, στη συνθήκη ης Νίκαιας το 2000, στο Σύνταγμα το 2004 και στην Ευρωπαϊκή Μεταρρυθμιστική Συνθήκη (όπως επιμένουν μερικοί) ή Συνθήκη της Λισσαβόνας το 2007, δηλαδή, στη συγκρότηση της Ένωσης με έντονα και διακριτά ομοσπονδιακά στοιχεία. Το τελικό κείμενο της Συνθήκης της Λισσαβόνας, παρά τις όποιες αδυναμίες του και την απόρριψή του από το Ιρλανδικό δημοψήφισμα αποτελεί σημαντική πρόοδο. Όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε συνιστά, ταυτόχρονα, μια ηχηρή ήττα και μια σιωπηλή επανάσταση.
Οι προτάσεις που έχουν διατυπωθεί για τη μορφή και το περιεχόμενο της πολιτικής ολοκλήρωσης, είναι πολλές και διαφορετικές, οι γνωστότερες των οποίων είναι: του J. Fischer περί Ομοσπονδίας, του J. Chirac και του Sarkozy περί Πολιτικής Ένωσης Εθνικών Κρατών, του J. Delors περί Ομοσπονδίας Εθνικών Κρατών, του V.G.d’ Estaing και του H. Schmidt περί Ομοσπονδίας κλασσικού τύπου (ΗΠΑ), του Vedrine περί Διακυβερνητικής Ομοσπονδίας και του Romano Prodi περί Υπερεθνικής Ομοσπονδίας. Óπως εύστοχα παρατηρούν οι κονστρουκτιβιστές συγγραφείς Glaser & Strauss «η ύπαρξη πολλών θεωριών δεν είναι κάτι κακό. Περισσότερες θεωρίες οδηγούν σε καλύτερες εξηγήσεις»…
Ως κλασσικές θεωρίες ενοποίησης θεωρούνται α) ο ομοσπονδισμός και ο νέο-λειτουργισμός, που χρησιμοποιούν άμεσες πολιτικές μεταβλητές και β) ο πλουραλισμός και λειτουργισμός που χρησιμοποιούν έμμεσες κοινωνικοοικονομικές μεταβλητές. Από τις τέσσερις θεωρητικές σχολές, οι οποίες αναπτύχθηκαν γύρω από το φαινόμενο της ενοποίησης , η μια ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη διατήρηση του εθνικού κράτους (πλουραλισμός), ενώ οι άλλες δύο ενδιαφέρονται κυρίως για την υπέρβασή του (ομοσπονδισμός-νεολειτουργισμός). Ο λειτουργισμός βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατηγορία , καθώς ορισμένοι από τους λειτουργιστές ενδιαφέρονται για την υπέρβαση του εθνικού κράτους, όπως λ.χ. ο Mitrany, άλλοι όμως ενδιαφέρονται για το αντίθετο, δηλαδή, τη διατήρησή του. Γενικότερα ο Mitrany φαίνεται να προτιμά τη «λειτουργική δημοκρατία», τη διακυβέρνηση από επιτροπές διαχείρισης αποτελούμενες από εξειδικευμένους τεχνοκράτες.
Στο δίλημμα για τη λειτουργία των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών πολιτικών συστημάτων, μεταξύ δημοκρατίας και αποτελεσματικότητας, ο Mitrany τάσσεται σαφώς υπέρ της δεύτερης επιλογής. Γι αυτό άλλωστε προτιμά τη σύσταση λειτουργικά εξειδικευμένων νομοθετικών σωμάτων κατά χώρο πολιτικής, τα οποία θεωρούσε ως εγγύηση για τη δημιουργία αποτελεσματικών δομών πολιτικής. Σε άλλο του έργο ισχυρίζεται ότι «κανείς δεν πρέπει να μοιράζεται την εξουσία, εφόσον δεν μοιράζεται την ευθύνη». Είναι γεγονός ότι οι απόψεις του Mitrany έχουν ασκήσει μεγάλη επιρροή στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών, ενισχύοντας τη διαχειριστική όψη και αποστερώντας την Ευρωπαϊκή ενοποίηση από το απαραίτητο οξυγόνο της πολιτικής.
Ωστόσο, μπορεί, πράγματι, να υπάρχουν καθυστερήσεις, ελλείμματα και ανεπάρκειες, αλλά τα πράγματα δεν πάνε και τόσο άσχημα. Η ΟΝΕ, η Διεύρυνση και η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της νέας ΕΕ. Ίσως τελικά επιταχύνουν τις διαδικασίες σύγκλισης των διαφορετικών καπιταλιστικών μοντέλων και οδηγήσουν στην οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση.
4. ο σημαντικός ρόλος της κοινωνίας των πολιτών
Ισχυρή πίεση προς την κατεύθυνση της πολιτικής μετεξέλιξης ασκεί και η ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών λόγω της κλονισμένης δημοκρατικής νομιμοποίησης των θεσμών της Ένωσης. Η πολιτική εμβάθυνση της ενοποίησης εμφανίζεται ως διαδικασία δημοκρατοποίησης της Ένωσης, ως διαδικασία , δηλαδή, που απαντά στο πρόβλημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ένωσης. Από ακόμα ευρύτερη οπτική, η πολιτική μετεξέλιξη της Ένωσης απαντά και στο αίτημα για μεγαλύτερη συμμετοχή της ευρωπαϊκής κοινωνίας στη διαδικασία ολοκλήρωσης. Ο Etzioni υποστηρίζει ότι η ενοποίηση εμποδίζεται από αυτό που συχνά αποκαλείται «αποφάσεις πίσω από κλειστές πόρτες» και ο μόνος τρόπος να ενισχυθεί η νομιμοποίηση σε μια εποχή που το κοινό δεν μπορεί να αποκλειστεί, είναι μέσω εντατικού και εκτεταμένου διαλόγου.
Οι θεωρητικοί της ενοποίησης υποστηρίζουν ότι ο διάλογος για τις αξίες είναι πολύ σημαντικός στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και δεν αφορά μόνο τη διανόηση, αλλά ανθρώπους διαφορετικής προέλευσης που πρέπει να βρουν κοινούς τόπους. Παρά το γεγονός ότι έχουν υπάρξει ανταλλαγές απόψεων μεταξύ των διανοουμένων και των πολιτικών ελίτ για την ανάγκη δημιουργίας μιας Ευρωπαϊκής υπερεθνικής κοινότητας, από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το ευρύ κοινό έχει μείνει έξω από αυτό το διάλογο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχει αποδοχή και ταύτιση με ένα σκληρό πυρήνα κοινών ευρωπαϊκών αξιών.
Σύμφωνα όμως με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας η Ένωση βασίζεται σε αξίες, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, το κράτος δικαίου, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Αυτές οι αξίες αποτελούν τη βάση και την προϋπόθεση ύπαρξης της ΕΕ, είναι κοινές για τα κράτη μέλη, σε μια κοινωνία πολυφωνίας, ανοχής, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και απαγόρευσης των διακρίσεων. Το γεγονός ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ισότητα συμπεριλαμβάνονται στις αξίες της Ένωσης είναι πολύ σημαντικό, διότι αφενός δημιουργείται μια ισχυρή νομική βάση για την ουσιαστική προστασία τους, αφετέρου τίθενται οι βάσεις για μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την πολιτική ολοκλήρωση.
5. συμπέρασμα
Είναι καιρός να προχωρήσουμε οικοδομώντας μια πιο ώριμη και πολιτική Ευρώπη. Όσο θα ενισχύεται ο πολιτικός χαρακτήρας της ΕΕ, τόσο πιο σαφείς θα γίνονται οι εναλλακτικές λύσεις και πολιτικές. Στο βαθμό που οι ευρωπαϊκοί θεσμοί θα παραμένουν αδύναμοι, θα περιορίζονται στη διαχείριση, ή στη καλύτερη περίπτωση, στη ρύθμιση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Δεν θα μπορούν όμως να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τις επιμέρους πολιτικές: το κοινό νόμισμα, την οικονομική και περιφερειακή πολιτική, τη προστασία του περιβάλλοντος, την εξωτερική πολιτική, τη κοινωνική πολιτική, την ΚΑΠ, τη παιδεία, τη μεταναστευτική πολιτική, ούτε βεβαίως τον ρόλο που επιβάλλουν οι ευαίσθητες ισορροπίες στον εγγύτερο αλλά και στον ευρύτερο περίγυρο της ΕΕ. Γι αυτό το πέρασμα από τις πολιτικές και τις διπλωματικές σχέσεις των κρατών μελών της ΕΕ προς την πολιτική ολοκλήρωση θα πρέπει να επιταχυνθεί και να εμπλουτισθεί ως όρος εκ των ων ουκ άνευ για τη διατήρηση και ενίσχυση της Ευρώπης, που για περισσότερο από μισό αιώνα έχει διασφαλίσει στους λαούς της μια περίοδο ειρήνης, συνεργασίας, ανάπτυξης, αλληλεγγύης, ευημερίας και σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
Άννα Καραμάνου
τ. ευρωβουλευτής
17 Σεπτ. 2008